Κυριακή 10 Απριλίου 2016

"Το προσωπικό είναι πολιτικό". Ενίοτε και λογοτεχνικό

της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΤΣΙΑΤΖΗ


Βαγγέλης Ραπτόπουλος, λεσβία
Μυθιστόρημα
εκδ. Κέδρος
Αθήνα 2016
σελ. 211
Ο πολυγραφότατος  κος Β. Ραπτόπουλος δεν ασχολείται  πρώτη φορά με το θέμα της ερωτικής επιθυμίας και της γυναικείας σεξουαλικότητας. Και στη «Λούλα», η κεντρική ηρωίδα ήταν μια νεαρή φοιτήτρια επικεντρωμένη στην αναζήτηση της σεξουαλικότητάς της. Η «Λούλα»  αναζητούσε διαρκώς τον «πρίγκιπα» της, αν και το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ήταν η ανοργασμικότητά της. Στη «λεσβία», η Μελίνα, νεαρή φοιτήτρια κι αυτή, έχει βρει όχι τον «πρίγκιπα» αλλά την «πριγκίπισσα» της, τη Βιβή, και απολαμβάνει την έντονη  ερωτική τους σχέση. Όπως και στη «Λούλα», έτσι και εδώ, οι περιγραφές των ομόφυλων ερωτικών περιπτύξεων ενδεχομένως  να σοκάρουν σεμνότυφους αναγνώστες/-στριες, εκείνους/-ες που πιθανότατα θα είχαν ενοχληθεί και με τις αντίστοιχες περιγραφές ετεροκανονικών ερωτικών συναντήσεων στη «Λούλα» ή σε κάποιο άλλο κείμενο από αυτά που με ευκολία χαρακτηρίζονται ως «πορνογραφικά», συνήθως όταν η προσέγγιση των κειμένων είναι επιδερμική, ηδονοβλεπτική, ομοφοβική, ενδεχομένως και συμπλεγματική κι υπάρχει πρόθεση στοχοποίησης  του/της συγγραφέα που τόλμησε να αγγίξει ένα ερωτικό θέμα-ταμπού.

Tαμπού, γενικότερα, θεωρείται καθετί που δεν επιτρέπεται να γίνει αντικείμενο  συζητήσεων ή θεωρείται απαγορευμένο για ηθικοθρησκευτικούς λόγους. Και η ομοφυλοφιλία εξακολουθεί να παραμένει ένα θέμα ταμπού για την ελληνική κοινωνία αλλά και για τη λογοτεχνική παραγωγή. Απόδειξη είναι τόσο οι αντιδράσεις που συνάντησαν πρόσφατα οι πολιτικές αποφάσεις για την αναγνώριση του δικαιώματος σύναψης συμφώνου κοινωνικής συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια όσο και οι ισχυρές αντιστάσεις σε ζητήματα που σχετίζονται με προτεινόμενες αλλαγές στο οικογενειακό δίκαιο και, πιο συγκεκριμένα, στη δυνατότητα παιδοθεσίας αυτών των ζευγαριών. Στο λογοτεχνικό πεδίο, ειδικότερα, παρατηρείται κανονικοποίηση της θεματολογίας με αποφυγή θεμάτων που θεωρούνται κοινωνικά ταμπού, όπως είναι ο βιασμός, η ομοφυλοφιλία κ.ά. Ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς, που όντας ήδη καταξιωμένοι στον χώρο τους, έχουν τολμήσει να παρουσιάσουν στα έργα τους πρόσωπα με αποκλίνουσα από την κυρίαρχη νόρμα σεξουαλικότητα αλλά και, στις σπάνιες φορές που αυτό συμβαίνει, τα πρόσωπα που επιλέγονται είναι συνήθως αποκλίνοντες «αρσενικοί». Ενδεικτικά, και μόνο, αναφέρουμε τον ενοχικό και διστακτικό «Άλκη» του Γ. Δενδρινού, τον φετιχιστή «Μανικιουρίστα» του Χ. Χρυσόπουλου, τον «γυναικωτό» ήρωα στο «Ήλιος με δόντια» του Γ. Μακριδάκη αλλά και την τρανς ηρωίδα στο «Μηχανικοί καταρράκτες» της Σ. Τριανταφύλλου.

Οι σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς συνήθως αναπαράγουν τον ηγεμονικό λόγο περί σεξουαλικότητας θεωρώντας δεδομένη τη δυαδική ρύθμιση της σεξουαλικότητας,  το αντιθετικό, δηλαδή,  δίπολο «γυναίκα»-«άνδρας». Τα ζευγάρια είναι ετεροκανονικά και  η κρίση στη σχέση τους συνήθως προέρχεται μέσα από την αμφισβήτηση του αρσενικού κοινωνικού προτύπου, ιδίως αν ο άνδρας απολέσει την εργασία του. Στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, ιδίως στην αποκαλούμενη  «λογοτεχνία της κρίσης», η απώλεια της εργασίας ισοδυναμεί με απώλεια ταυτότητας και επιφέρει σοβαρούς τριγμούς στο οικογενειακό πλαίσιο, όπως αυτό παρουσιάζεται σε ευάριθμο αριθμό πεζογραφημάτων τόσο στη μικρή φόρμα του διηγήματος όσο και στο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα. Γίνεται, επομένως, σαφές πως η νέα επιστημονική γνώση των φεμινιστικών σπουδών  γύρω από ζητήματα φύλου και κυρίως γύρω από ζητήματα κατανόησης και νομιμοποίησης του ομοφυλόφιλου εαυτού δεν έχει γίνει γνωστή ή δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα την ελληνική κοινωνία και τους συγγραφείς της, αν και συχνά είναι δυναμική η εμφάνιση του ΛΟΑΤΚΙ1 κινήματος και των αιτημάτων του για ισότητα και «ορατότητα».

Ειδικότερα, η  ομοερωτική λεσβιακή λογοτεχνία στην Ελλάδα παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα διηγήματα του Δ. Βουτυρά, το «Όταν Σκάνε τα Λουλούδια», αγγίζει δειλά το συγκεκριμένο θέμα, αλλά δεν φαίνεται να βρίσκει συνέχεια παρά την εμφάνιση ενός ηδονιστικού κλίματος κατά τη δεκαετία του 1920 στη λογοτεχνική παραγωγή.  Ο κος Ραπτόπουλος επιλέγει, λοιπόν, ένα θέμα ερωτικής επιθυμίας που καλύπτεται συνήθως από πέπλο σιωπής ή άρνηση. Τη γυναικεία επιθυμία για το σώμα του ίδιου φύλου. Η προσέγγισή του, όντας λογοτεχνική, δεν θυμίζει, προφανώς, τα κείμενα των ακτιβιστριών του λεσβιακού κινήματος.  Ιδίως το άδοξο τέλος της σχέσης των δύο γυναικών και η άνευρη επιστροφή της Μελίνας στην «κανονικότητα», μάλλον θα απογοητεύσει τις λεσβίες ακτιβίστριες.

Ωστόσο, ο συγγραφέας είναι ελεύθερος να προσεγγίσει το θέμα του, όπως εκείνος επιθυμεί κι όχι όπως θα ήθελαν οι σεμνότυφοι/-ες ή οι ακτιβιστές/-στριες  αναγνώστες/-στριες του. Καθιστώντας ορατό το συγκεκριμένο θέμα, και με τον τίτλο που επιλέγει, στις κεντρικές προθήκες των βιβλιοπωλείων συμβάλλει στην παραγωγή λόγου γύρω από τα  ζητήματα των έμφυλων ταυτοτήτων, της ρευστότητας και πολλαπλότητάς τους κι αυτή είναι μια σημαντική συμβολή του συγκεκριμένου κειμένου στον Κοινωνικό Λόγο (Social Discourse) της παροντικής συγκυρίας. Πιθανότατα αυτή να ήταν και η πρόθεση του συγγραφέα. Άλλωστε, η  συγγραφή είναι και επικοινωνιακή πράξη με στόχο όχι μόνο την οικείωση αλλά και την αλλαγή του κόσμου. Η αλλαγή, ωστόσο, προϋποθέτει την αλλαγή των συμπεριφορών και των στάσεων του κοινωνικού σώματος και το λογοτεχνικό πεδίο  μπορεί να γίνει εκφραστής, ίσως και φορέας, αυτών των αλλαγών. Σύμφωνα με τη Monique Wittig, ακτιβίστρια, συγγραφέα αλλά  και ριζοσπάστρια θεωρητικό του τρίτου κύματος των φεμινιστικού κινήματος,  τα λογοτεχνικά έργα δίνουν την ευκαιρία να πάψει η χρήση των κατηγοριών του φύλου στη γλώσσα αλλά και μπορούν να λειτουργήσουν ως «πολεμικές μηχανές» για την κατασκευή, μέσω της υλικότητας της γλώσσας, ενός νέου κοινωνικού κόσμου απαλλαγμένου από έμφυλες ανισότητες, ρατσισμό, ομοφοβία. Είναι, πράγματι,  τόσο «ριζοσπαστικό» το κείμενο του κ. Ραπτόπουλου; Αν το συγκρίνουμε με τα έργα της Βιτίγκ, σαφώς και δεν είναι. Πραγματεύεται όμως ένα θέμα-ταμπού σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να κινείται γύρω από την τροχιά του γνωστού παραδοσιακού τρίπτυχου «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και όπου ιεράρχες επιμένουν να χαρακτηρίζουν στον δημόσιο λόγο τους την ομοφυλοφιλία ως «ασθένεια». Υπό αυτό το πρίσμα, το βιβλίο «λεσβία» συνιστά μια ενδιαφέρουσα θεματική «επανάσταση».

     Έχει, επίσης, ενδιαφέρον πως η δράση του βιβλίου τοποθετείται στη δεκαετία του 1990. Η συγκεκριμένη δεκαετία είναι και η πιο πλούσια σε φεμινιστικές συζητήσεις γύρω από  ζητήματα  έμφυλων ταυτοτήτων, η δεκαετία όπου το έργο και οι προσεγγίσεις της J. Butler (ιδίως στο «Αναταραχή Φύλου») για την κοινωνική κατασκευή του φύλου άνοιξαν νέους θεωρητικούς δρόμους.

        Στη «λεσβία» η ηρωίδα παρουσιάζεται να έχει ρευστή έμφυλη ταυτότητα («Η Βιβή είναι. Η Μελίνα όχι, τουλάχιστον ακόμα. Θα μπορούσες να πεις, όχι τόσο, και πάλι μέσα θα ήσουν. Ίσως και ακόμα πιο μέσα…», αναφέρεται χαρακτηριστικά στον πρόλογο του βιβλίου). Σε αντίθεση με την ερωτική της σύντροφο, είχε στο παρελθόν ερωτικές σχέσεις με άνδρες και συνέχισε να έχει ερωτικές σχέσεις με το άλλο φύλο και μετά τον χωρισμό τους, έναν χωρισμό που οφείλεται στην ψυχολογική βία που της ασκήθηκε από το οικογενειακό της περιβάλλον και ιδίως από τον βίαιο πατέρα. Η ηρωίδα δεν υφίσταται όμως μόνο στον οικιακό χώρο τη βία. Την υφίσταται και στον δημόσιο χώρο, αφού πέφτει θύμα βιασμού από έναν νεαρό χούλιγκαν και χρήστη ουσιών. Η έμφυλη βία και στις δύο σφαίρες (δημόσια και ιδιωτική) περιγράφεται εξαιρετικά προσεγμένα από τον συγγραφέα. Η ψυχογράφηση του βίαιου πατέρα αλλά  και του «υπερ-αρρενωπού» βιαστή δεν γίνεται μέσα από εύκολες καταγγελτικές διατυπώσεις περί «πατριαρχίας» αλλά μέσα από την ανάδειξη της επιτελεστικότητας του κοινωνικού τους φύλου. Το σώμα της Μελίνας καθίσταται το πεδίο άσκησης πολλαπλών εξουσιών που την παγιδεύουν στην κατάσταση του θύματος κι αποδομούν την ταυτότητά της. Είναι χαρακτηριστικό πως η Μελίνα, διαλυμένη ψυχολογικά, δεν καταγγέλλει επίσημα καμία από τις ακραίες κακοποιήσεις της. Παραμένουν κρυμμένες κάτω από τον μανδύα του «προσωπικού», του «ιδιωτικού». Θα τις εξομολογηθεί μόνο στην ερωμένη και στον μετέπειτα εραστή της (όταν ακολούθησε, παραμένοντας εσωτερικά διχασμένη,  την «πολιτικά ορθή» επιλογή της ετεροφυλοφιλίας). Οι διαπροσωπικές σχέσεις, ωστόσο, είναι και πολιτικές σχέσεις κι ας θυμηθούμε εδώ το γνωστό σύνθημα των φεμινιστριών «Το προσωπικό είναι πολιτικό». Κυρίως, ας αναρωτηθούμε γιατί η Μελίνα σιώπησε. Η σιωπή της είναι σημαίνουσα.

Ο παντογνώστης αφηγητής παρακολουθεί διαρκώς την πορεία της σκέψης και των συναισθημάτων των ηρώων/-ίδων του χωρίς ρηχούς συναισθηματισμούς και υιοθετώντας  ένα διακριτό, κάθε φορά, λεξιλόγιο. Τα πρόσωπα του βιβλίου δρουν εντός των υφιστάμενων κανονιστικών πλαισίων, των εσωτερικευμένων κοινωνικών νόμων, άλλοτε αναπαράγοντας κι άλλοτε αποδομώντας, με τη δράση και τις επιλογές τους, τα πλαίσια αυτά.  Ωστόσο, οι όποιες αποκλίσεις από την κοινωνική νόρμα είναι αυτές που συγκροτούν και τις όποιες πιθανότητες αναδιάρθρωσης του κόσμου.

Τέτοιες αποκλίσεις πραγματεύεται, πολύ προσεκτικά, ο κος Ραπτόπουλος στο τελευταίο του βιβλίο, το οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει, σε συνέντευξή του, «μεταφυσικό θρίλερ». Σεβαστή η άποψή του (είναι σαφής η  σύνδεση με τη "Λούλα", όπου το μεταφυσικό στοιχείο ήταν εντονότερο)  αλλά η «λεσβία» είναι, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, ένα πολιτικό βιβλίο. 


1ΛΟΑΤΚΙ =  λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, τρανς, κουίρ, ιντερσέξουαλ.

4ος Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Εφηβικού Διηγήματος και Ποίησης ‘’Γρηγόρης Πεντζίκης’’

1ο βραβείο διηγήματος: Ναταλία Γιαννακοπούλου, μαθήτρια της Γ' Λυκείου στο Ράλλειο Λύκειο Θηλέων Πειραιά.



Μια δύσκολη δουλειά

ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ να είσαι εγώ… Πολύ δύσκολο! Τόσο, που μερικές φορές απορώ κι εγώ ο ίδιος γιατί το κάνω. Δεν το διάλεξα. Όπως εσύ δε διάλεξες να λέγεσαι όπως λέγεσαι έτσι κι εγώ δε διάλεξα να είμαι αυτός που είμαι. Σιχαίνομαι τη δουλειά μου. Σιχαίνομαι αυτούς που νομίζουν ότι την αγαπώ. Είναι σκοτεινή, θλιβερή, αντιπαθητική και απαίσια. Αυτός που με έβαλε να την κάνω πρέπει να με μισούσε πάρα πολύ. Να με μισούσε; Να με απεχθανόταν, να με σιχαινόταν τόσο βαθιά που οι ρίζες αυτού του μίσους να άγγιζαν την ψυχή του. Κάθε αποστολή μου είναι και πιο δύσκολη. Νιώθω ότι το βάρος της δουλειάς μου με έχει λυγίσει. Σα να με έχει καταπλακώσει ένας βράχος, ένας μπόγος τύψεων, θλίψης, βασανιστηρίων και χαμένων ελπίδων.
Θυμάμαι μια φορά, χρόνια πριν, έπρεπε να επισκεφτώ έναν άνδρα. Ήταν πάρα πολύ έξυπνος. Σπουδαίος για την ακρίβεια. Είχε όμως κάτι μπλεξίματα με τον νόμο. Ήταν –λέει- κακή επιρροή για τα νεαρά παιδιά. Δεν πολυασχολήθηκα. Άμα σου έρθει εντολή για αποστολή, η λύση είναι μονόδρομος. Όσο για τον τρόπο… έχω ποικιλία, δεν παραπονιέμαι! Εκείνη τη φορά μεταμορφώθηκα σε ένα υγρό. Αηδιαστικό θα έλεγα. Έπρεπε να το πιει. Εκείνος ήταν αποφασισμένος. Το  ήπιε όλο μονορούφι. Δε φοβήθηκε ούτε έκλαψε ούτε δείλιασε. Αφού κόρεσε τη δίψα του, με χαιρέτησε καλοσυνάτα. Με έβλεπε πλέον, σημάδι ότι η αποστολή μου είχε στεφθεί με επιτυχία. Τον χαιρέτησα κι εγώ. Τα είπαμε λίγο, ήταν όντως σπουδαίος, λίγο τρελός μα μεγάλο μυαλό.
Παρά το ζοφερό της περιεχόμενο η δουλειά μου δεν είναι βαρετή. Ταξιδεύω σε όλον τον κόσμο και μιλώ πολλές γλώσσες. Όχι να το παινευτώ αλλά είμαι καλός στη δουλειά μου. Μερικές αποστολές όμως είναι τόσο κουραστικές. Νιώθω σαν ηλεκτρική σκούπα. Θυμάμαι μια περίοδο που γινόταν χαμός. Ακόμα αγνοώ το γιατί. Με καλούσαν συνέχεια κι έπαιρνα τη μορφή φωτιάς ή σχοινιού. Συναντούσα έτσι συχνά όμορφες και δυναμικές γυναίκες ή ακόμα και φοβισμένες νεαρές κοπέλες δεμένες σε ξύλα. Αργότερα τις ρωτούσα τον λόγο, μα πάντα ήταν πολύ κουρασμένες να απαντήσουν. Έπαιρνα τη μορφή σπαθιού και συναντούσα άντρες με σταυρούς στις φορεσιές τους. Όλοι επιζητούσαν κάτι που έλεγαν «σωτηρία», «θεία δικαιοσύνη» και -πιστέψτε με- για έννοιες τόσο αγνές είχε χυθεί πολύ αίμα… Έπαιρνα και τη μορφή διαφόρων αντικειμένων. Είχα γίνει βαλλίστρα, καταπέλτης, κανόνι ακόμα και πυρσός! Αργότερα έγινα κάτι μικρό μα φοβερό, συνήθως ατσάλινο και περίτεχνο… ένα περίστροφο! Ταξίδευα συχνά στις τσέπες ανδρών που καβαλίκευαν άλογα και ακολουθούσαν το ηλιοβασίλεμα. Μάλωναν εύκολα μεταξύ τους για το παραμικρό όπως για ένα ποτήρι μπέρμπον ή για το χαμόγελο μια γυναίκας... Μετά έπαιρνα και δυο τρεις μαζί μου για παρέα, είχαν αργήσει να τραβήξουν τη σκανδάλη. Διασκέδαζα καθώς μιλούσαμε για κρυμμένους δυναμίτες, θαμμένα διαμάντια και το μαύρο χρυσό που όλοι κυνηγούσαν σαν τρελοί τότε!
Θυμάμαι μια εποχή που δε μου άρεσε καθόλου! Έπαιρνα μορφές ύπουλες και τρομερές. Τη μορφή της πείνας, της αρρώστιας, της παράνοιας… Χωρίς να το θέλω με ακλουθούσαν κατά συρροή χιλιάδες ψυχές. Νέοι, γέροι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά. Ναι …τότε ήμουν πολύ διάσημος. Με βοήθησε όμως σ’ αυτό ένας άνδρας, σπουδαίος  όπως ο πρώτος που ανέφερα, σπουδαίος όμως για τον εαυτό του μόνο. Ήξερε να μιλά να πείθει και να διατάζει. Χωρίς αυτόν δε θα είχα τόσο γεμάτες μέρες…
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι έχω περάσει πολλά και μπορώ να πω ότι τώρα βρίσκομαι σε μια περίεργη φάση. Είμαι μπερδεμένος! Νιώθω σα να μη με αντιμετωπίζουν όπως παλιά. Παλιότερα παρότι είχα αρκετή δουλειά, ήμουν αρκετά ανεπιθύμητος. Τώρα νιώθω φιλόξενα, σαν να με επιζητούν… Οι νέοι μάλιστα με προσελκύουν με διαφόρους τρόπους. Με τσιγάρα, χάπια, πικρά ποτά, ακόμα κι ενέσεις… όλα για να έρθουν πιο κοντά σε μένα! Δε με θέλουν όμως όλοι το ίδιο.
Νά! θυμάμαι και κάτι τελευταίο. Μια φορά, βράδυ, ένας πατέρας γκριζομάλλης μεσήλικας, έκλαιγε. Δεν καταλάβαινα γιατί. Υπέθεσα ότι του έλειπε ο γιος του που τον είχα συναντήσει λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ενώ βρισκόμουν σε μια σύριγγα –είχα στριμωχτεί πολύ. Μακάρι να μπορούσα να του πω να μην κλαίει γιατί του έφερνα καλά νέα, ότι ο γιος του ήταν καλά, καλύτερα από πριν. Ήταν μαζί μου και σε λίγο ο γεροπατέρας του θα τον συναντούσε. Μεταμορφώθηκα λοιπόν σε έμφραγμα και τον πήρα μαζί και χάρηκε… ήταν από τους λίγους που μου χαμογελούσαν!
 Μετά απ’ όσα είπα δεν ξέρω τι γνώμη έχετε σχηματίσει για μένα. Δεν είμαι κακός, αλήθεια! Δεν επέλεξα αυτή τη δουλειά. Παρόλ’ αυτά  μερικές φορές αισθάνομαι σα να δημιουργήθηκα με σκοπό να την κάνω. Ίσως, δεν ξέρω… Το γεγονός πάντως είναι ένα, είναι πολύ δύσκολο να είσαι εγώ!
(743 λέξεις)

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

"Η περίφροντις εκδίπλωση της Αλήθειας" στην Τριλογία της Μ. Δούκα

 

της Ελένης Πατσιατζή



Στα δύο πρώτα βιβλία της τριλογίας (στο «Αθώοι και φταίχτες» και στο «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ») η θεματική των τίτλων της κας Δούκα παραπέμπει σαφώς σε ζητήματα ηθικής δικαίωσης. Η διερώτηση για το ποιοι είναι οι «αθώοι» στους οποίους αναφέρεται και ποιοι οι «φταίχτες», ποίας αδικοπραγίας, είναι πρόδηλη. «Ζόρικη» η απάντηση, ιδίως αν οι άνομες πράξεις συγκαλύπτονται, αποσιωπώνται, οδηγούνται επιμελώς, επομένως και εσκεμμένα, στη λήθη. Υποψιαζόμαστε, όμως,  πως η εσκεμμένη λήθη, και συγκεκριμένα η επιλεκτική αναίρεση της μνήμης των διαφορετικών, των αδικημένων, των ηττημένων της Ιστορίας αποτελεί, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, την εξακολούθηση της αδικίας που διεπράχθη εναντίον τους. Ποιος, τότε, μπορεί να αναδείξει την αλήθεια και να αποδώσει την οφειλόμενη «ιστορική δικαιοσύνη»; Μόνον ο ιστορικός; Μπορεί το λογοτεχνικό πεδίο να λειτουργήσει ως άτυπος θεσμός ανάδειξης και έκφρασης των μη δικαιωμένων, των ανίσχυρων και ηττημένων; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, είναι κι αυτή «ζόρικη», ιδίως αν αναλογιστούμε πως η λογοτεχνία  στηρίζεται στη μυθο-πλασία.

Η συνοπτική -και γι’  αυτό αναπόφευκτα  ελλιπής- περιδιάβαση στα συγκεκριμένα κείμενα οδηγεί σε παράλληλη  περιδιάβαση στην ιστορία της πόλης των Χανίων, στο κοινωνικό σώμα της οποίας εγγράφονται οι προσωπικές ιστορίες των ηρώων. Τα Χανιά δεν είναι απλώς  ο τόπος της μυθοπλασίας αλλά πρωταγωνιστούν και στα τρία βιβλία κουβαλώντας, ως πόλη, ιδιαίτερα  σημασιολογικά φορτία. Η πόλη των Χανίων αποτυπώνεται και διαθλάται διαρκώς μέσα από τοπωνυμικές σημάνσεις διαμορφώνοντας το δικό της πολιτισμικό τοπίο κι  αποκτώντας  οντότητα πέρα από τα χωρικά της όρια. Ανάγεται τελικά σε δρώσα persona, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλες τις λεγόμενες «λογοτεχνικές πόλεις» που πρωταγωνιστούν στα μεγάλα νεωτερικά αλλά και σύγχρονα μυθιστορήματα.

Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, το «Αθώοι και φταίχτες», εκδίδεται  το έτος  2004. Η Ελλάδα ακόμη ζει στο απόγειο της εποχής της «ευμάρειας», στο παραλήρημα των Ολυμπιακών Αγώνων και των ποδοσφαιρικών θριάμβων, οι Έλληνες πανηγυρίζουν στην Ομόνοια αλλά το μυθιστόρημα της κας Δούκα μάς πηγαίνει στα Χανιά και μας γνωρίζει τον Αρίφ, απόγονο Τουρκοκρητικών, που επιστρέφει, ως απεσταλμένος του BBC,  στη γη των προγόνων του για να κάνει επιτόπια έρευνα σχετική με τα οθωμανικά μνημεία. Ο Αρίφ περιφέρεται στον τόπο της οικογενειακής τραυματικής μνήμης και μαζί του περιφερόμαστε κι εμείς όχι μόνο στα σοκάκια της πόλης αλλά και στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους της Ιστορίας. Στο πρώτο αυτό βιβλίο η  κα Δούκα μας παρουσιάζει την άγνωστη, σε πολλούς, συνύπαρξη των μουσουλμάνων Κρητικών με τους χριστιανούς,  πριν οι μουσουλμάνοι, οι «Τουρκοκρητικοί», αναγκαστούν να πορευθούν τον δρόμο της προσφυγιάς, όπως τους υποχρέωσε η σύμβαση της Λοζάνης περί ανταλλαγής πληθυσμών που συνομολογήθηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας το 1923. Η ματιά του Αρίφ, του απόγονου των μουσουλμάνων προσφύγων, διαρκώς εστιασμένη στις μνήμες τους, όπως αυτές είναι εξομολογητικά καταγεγραμμένες στα ημερολόγια του πατέρα και του παππού του, μας γνωρίζει τη ζωή εκείνης της αλλόθρησκης κοινότητας. Ωστόσο, η ματιά του Αρίφ  θα συναντηθεί και θα συμπορευθεί με εκείνη του Πανάρη, του χριστιανού συγγενή του (μια συγγένεια που προέκυψε από μικτό γάμο όμορφης τουρκοκρητικιάς που κλέφτηκε από χριστιανό πρόγονο του Πανάρη). Οι δυο τους, υπερβαίνοντας διαχωριστικές πολιτισμικές γραμμές, θα αναζητήσουν όχι μόνο την κοινή ρίζα αλλά και  την ταυτότητά τους, μέσα από την ιστορία και τις περιπέτειες των οικογενειών τους, της πόλης αλλά και των δύο χωρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στο κείμενο κυριαρχεί ο  ελεύθερος πλάγιος λόγος που εναλλάσσεται  με τον ευθύ λόγο των ομιλητών αλλά και τον λόγο του αφηγητή, η εξομολογητική διάθεση του λόγου των ημερολογίων συχνά είναι ιδιαίτερα φορτισμένη συγκινησιακά,  οι παράγραφοι συνήθως είναι μακροπερίοδες και πολλαπλοί οι  εγκιβωτισμοί ιστορικών περιστατικών. Πολλά από αυτά τα  χαρακτηριστικά θα συναντήσουμε και στα επόμενα βιβλία της τριλογίας. Αυτό, όμως, που εντυπωσιάζει περισσότερο στο συγκεκριμένο είναι η καλειδοσκοπική απεικόνιση της κοινωνικής τοιχογραφίας της κρητικής ζωής του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

Η συνέχεια έρχεται με το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», το 2010, τη μεταιχμιακή χρονιά κορύφωσης της κρίσης των  χρόνιων κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών στρεβλώσεων και παθογενειών της μεταπολεμικής μας κρατικής οντότητας. Την ίδια χρονιά η εκτίμηση του κου Β. Χατζηβασιλείου στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» (18 Σεπτεμβρίου 2010)  ήταν  πως η νέα συνθήκη θα ενισχύσει ιδιαίτερα μια περισσότερο πολιτικοποιημένη γραφή. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως «... η οικονομική κρίση σπρώχνει εκ των πραγμάτων τη λογοτεχνία προς μιαν ανανέωση ή ενίσχυση της συναναστροφής της με το συλλογικό. Η αμιγώς πολιτική, ωστόσο, χροιά, την οποία αποκτούν όλο και περισσότερα έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, είναι ένα φαινόμενο το οποίο συνδέεται όχι μόνο με την κρίση, αλλά και με τους ευρύτερους μετασχηματισμούς που φέρνει ο 21ος αιώνας (ένας αιώνας συνεχούς διακινδύνευσης) τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αναθέτοντας και πάλι στην τέχνη του μυθιστορήματος ή του διηγήματος έναν ξεχασμένο ρόλο: τον ρόλο της δημόσιας συμμετοχής και της συντεταγμένης παρέμβασης». Η κα Δούκα, όμως, παρενέβαινε δυναμικά στο συλλογικό και δεν έγραφε κείμενα κυνισμού της ιδιωτικής περιπέτειας  πολύ νωρίτερα από τη συγκεκριμένη επισήμανση.  Στο έργο αυτό, η νεαρή ανιψιά του Αρίφ και του Πανάρη, η Βιργινία, θα είναι εκείνη που θα πιάσει το νήμα της αφήγησης και θα μας οδηγήσει, ως άλλη Αριάδνη, σε νέους λαβύρινθους της μνήμης. Ο Μινώταυρος αυτή τη φορά είναι ο εμφύλιος. Η συγγραφέας  εστιάζει, για μια ακόμη φορά,  σε ιστορικά γεγονότα ελάχιστα γνωστά, στα γεγονότα του 1945 στα Χανιά. Ενώ η Αθήνα έχει ήδη  γιορτάσει την απελευθέρωσή της τον Οκτώβρη του 1944 (τα Δεκεμβριανά έπονται), στην Κρήτη οι Γερμανοί, ενώ εκκενώνουν τους υπόλοιπους νομούς, παραμένουν στο νομό Χανίων άλλον έναν χρόνο. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ συνθηκολογούν και παραδίδουν το νησί στους Βρετανούς, εκείνοι, παρακάμπτοντας τους Έλληνες αντιστασιακούς,  επιφορτίζουν τα γερμανικά στρατεύματα να παραμείνουν και να διατηρήσουν την έννομη τάξη στην περιοχή. Αμφιλεγόμενα ιστορικά πρόσωπα, διαπλοκές τοπικών παραγόντων, ιστορικοί συμβιβασμοί, προδοσίες, κοινωνικά εγκλήματα σε βάρος αθώων και ένα αίσθημα αδικαίωτου βαραίνει την πόλη. Πρωτογενείς ιστορικές πηγές και μαρτυρίες συνδέονται άρρηκτα με δευτερογενείς πηγές  και όλο αυτό το πλούσιο ιστορικό υλικό συνυφαίνεται, ως ενιαία σύνθεση, αρμονικά με τη μυθοπλασία μέσω ενός ημερολογίου, πάλι, αυτή τη φορά του ημερολογίου του παππού της Βιργινίας. Η Βιργινία, ως  εκπρόσωπος της  νέας γενιάς,  αναζητά κι αυτή την ταυτότητά της μέσα από τον γνώριμο πλέον δρόμο των οικογενειακών μνημών και της συσχέτισής τους με τις ιστορικές περιπέτειες της πόλης. Εδώ ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή για να εντοπίσουμε και τη βασική διαφορά της γραφής της κας Δούκα σε σύγκριση με την ιστορική γραφή:  ενώ ένας ιστορικός θα χρησιμοποιούσε αυτό το πλούσιο υλικό σε μια χρονολογικά διατεταγμένη σειρά συμβάντων, στην αφηγηματική μυθοπλασία τα αντίστοιχα  ιστορικά γεγονότα παρουσιάζονται  μέσα από τη λογοτεχνική τροπικότητα, δηλαδή μέσω πιο σύνθετων συμβολικών δομών ανάδειξης λανθανόντων, δευτερευόντων ή συνδηλωτικών νοημάτων. Άλλωστε, η  σύνθεση ενός μυθιστορήματος δεν μπορεί παρά να είναι  καλειδοσκοπική ενώ η αφηγηματική δεινότητα της κας Δούκα της επιτρέπει να διαρρήξει τα ρευστά, ούτως ή άλλως, όρια μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας, μαρτυρίας και αλληγορίας.

Συνεχίζοντας τη σύντομη επισκόπησή μας, στεκόμαστε στο  έτος 2014, οπότε η τριλογία ολοκληρώνεται  με το «Έλα να πούμε ψέματα». Κείμενο μνημονικής καταβύθισης κι αυτό. Πολυεπίπεδο, πολυπρόσωπο, όπως και τα προηγούμενα, συνδέεται τόσο με τα γεγονότα που εμφυλίου όσο και με το παροντικό συγκείμενο της κρίσης. Παράλληλα, εγκιβωτίζει  και μια πολύ ενδιαφέρουσα μυθιστορηματική βιογραφία του μεγάλου θεωρητικού της αναρχίας, Μιχαήλ Μπακούνιν. Τα Χανιά, βιώνουν έντονα την οικονομικοκοινωνική συνθήκη της κρίσης και μαζί με τον τόπο και οι ήρωες που τον ενοικούν. Το συλλογικό βίωμα της πόλης χωροθετεί και συγκροτεί και πάλι τους αφηγηματικούς αρμούς, αλληλεπιδρώντας με τα κοινωνικά υποκείμενα. Ο Πανάρης, ένα από τα πρόσωπα που συνδέουν τα νήματα των ιστοριών, εκπρόσωπος της γενιάς του Πολυτεχνείου, είναι πια εξηνταπεντάρης, κουρασμένος, όπως και τόσοι άλλοι ήρωες που εμφανίζονται στην τριλογία και συνιστούν ένα πολυπρόσωπο σύνολο μυθιστορηματικών ηρώων, με την έννοια που τους αποδίδει ο Λούκατς, των ηρώων δηλ. που έρχονται διαρκώς  σε ανυπέρβλητη ρήξη με έναν υποβαθμισμένο ηθικά κόσμο. Έναν κόσμο περίκλειστο, αξιακά περιχαρακωμένο, που αποτρέπει τη σύγκλιση των αντιθέτων. Η Βιργινία, αναζητώντας αυτή τη φορά τρόπους και τόπους ύπαρξης και συν-ύπαρξης, γίνεται ακτιβίστρια ενώ οι χρυσαυγίτες της πόλης συνεχίζουν στον δρόμο που χάραξαν οι πολιτικοί πρόγονοί τους στον εμφύλιο.
Σε κάθε ένα από τα βιβλία η όσμωση μυθοπλασίας και ιστορικής αφήγησης είναι διαρκώς παρούσα. Η δραματοποίηση των ιστορικών εξελίξεων μέσω της δημιουργίας φανταστικής πλοκής συνιστά , άλλωστε, βασικό δομικό στοιχείο της αφηγηματικής τέχνης της κας Δούκα. Η γλώσσα της λογοτεχνίας δύναται να συμπεριλαμβάνει και τα ύφη της μη λογοτεχνικής γλώσσας, ακόμη και τη γλώσσα της ιστορίας ή της φιλοσοφίας, αρθρώνοντας ένα σύστημα εξαιρετικά σύνθετο, πολυγλωσσικό. Κι όπως έχει αναφέρει σε συνέντευξή του ο Χάιντεν Γουάιτ, «Ενα πράγμα που η “λογοτεχνία” κάνει πάντα, σε αντίθεση με τον μη καλλιτεχνικό λόγο, είναι ότι συστηματικά πειραματίζεται με τη διάκριση μεταξύ κυριολεκτικής και μεταφορικής ομιλίας, προκειμένου να αποδώσει τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για να παρουσιαστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια μια δεδομένη πραγματικότητα, περισσότερο “συγκεκριμένα” ή πιο “δραματικά”».

Βέβαια, η διασύνδεση Ιστορίας, μυθοπλασίας και αφήγησης δεν είναι κάτι καινοτόμο αλλά μια πολύ παλιά υπόθεση στον χώρο της μεγάλης αφηγηματικής φόρμας, ήδη από τα χρόνια του Σκοτ, του Ουγκώ και του Μπαλζάκ. Αναφερόμενοι, όμως, στον διάλογο της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας στο έργο της κας Δούκα θυμίζουμε εδώ πως η λογοτεχνία συχνά θεωρείται και ως μια ειδική κατηγορία της Δημόσιας Ιστορίας καθώς η απήχησή της στο ευρύ κοινό, πέρα από την επίδραση που ασκεί στους γνωστούς μας συμβολικούς «πολέμους της Ιστορίας», συμβάλλει στην καλλιέργεια της ιστορικής ενσυναίσθησης  αλλά και στην ανάπτυξη της ιστορικής φαντασίας. Η κα Βενετία Αποστολίδου τονίζει πως η Λογοτεχνία προσφέρει αφηγηματικά μοντέλα για την αφήγηση του τραύματος ενώ παράλληλα προσφέρει μια κοινωνική αρένα πιο ασφαλή  -γιατί προστατεύεται από τη μυθοπλασία- από τον ευρύτερο χώρο της πολιτικής και της δημόσιας Ιστορίας, ως ένας ενδιάμεσος «δημόσιος χώρος» εκφοράς λόγου.
Πραγματικά, το ιστορικό τραύμα, ως βίωμα προσώπων αλλά και κοινωνικών ομάδων (προσφυγιά, εγκλήματα, προδοσίες κα), είναι διαρκώς παρόν στην Τριλογία και η  οπτική της κας Δούκα είναι διττή: λογοτεχνική και συνάμα ιστορική. Για να καταστεί αυτό πιο σαφές μπορούμε  να αναφέρουμε σχηματικά, όσα στοιχεία έχει εντοπίσει η κα Αφροδίτη Αθανασοπούλου, η οποία αναφέρει  πως  η ιστορική θεώρηση μας επιτρέπει να βλέπουμε τα πρόσωπα και τα πράγματα πανοραμικά, ως μέλη ενός συνόλου ενώ η λογοτεχνική θεώρηση είναι εκείνη που μας επιτρέπει να βλέπουμε τα πράγματα καλειδοσκοπικά, να θεωρούμε δηλ. την πραγματικότητα ως ένα πεδίο ποικίλων, ετερόκλητων, συχνά αντικρουόμενων λόγων και πράξεων των  δρώντων υποκειμένων, από την έκβαση των οποίων καθορίζεται η κίνηση, ο «ρους» της Ιστορίας. Με δυο λόγια: η ιστορική οπτική μας δίνει τον μηχανισμό κίνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι στη διαχρονία του ενώ η λογοτεχνική οπτική αναλύει αυτό το πλάνο στα συστατικά του μέρη, που είναι τα άτομα και τα προσωπικά τους βιώματα (Αθανασοπούλου, 2004).
 Στο πλαίσιο των προσεγγίσεων των ιστορικών γεγονότων, όπως αυτά παρουσιάζονται  στα βιβλία της κας Δούκα, πολλά έχουν γραφεί για τον ρεαλισμό της λογοτεχνικής της γραφής. Στο θέμα αυτό αναγκαία είναι η διευκρίνιση  πως η λογοτεχνία δεν είναι απλή μίμηση ούτε αντανάκλαση της πραγματικότητας, όπως συχνά αναφέρεται, αλλά τη σημασιοδοτεί. Η λογοτεχνία, ως συνιστώσα του πολιτισμικού γίγνεσθαι, ορίζεται από τα κοινωνικοπολιτισμικά συμφραζόμενα αλλά και τα ορίζει. Ωστόσο, πολύ συχνά, οι φιλολογικές προσεγγίσεις εστιάζουν σε στοιχεία τεχνικής (εγκιβωτισμούς, αναδρομές, προσημάνσεις κλπ) ή στο ιστορικό πλαίσιο, ως χωροχρονική αναφορά και ξεχνούν την κοινωνική διάσταση του λογοτεχνικού έργου και , κυρίως, τις αλληλεπιδράσεις του κοινωνικού με τη λογοτεχνική δημιουργία.  Κάθε βιβλίο, όμως, δεν μπορεί παρά να είναι λογοτεχνικά σημαίνον σε έναν αμοιβαίο, ενεργητικό και έντονο προσδιορισμό με την πραγματικότητα (Μπαχτίν, 1980). Παράγει, γενικότερα, αυτό που η Κοινωνιολογία ορίζει ως Κοινωνικό  Λόγο (Social Discourse) που απηχεί τα αφηγήματα, που έχουν ήδη διατυπωθεί και έχουν προβληματίσει ή και εμπνεύσει τον/την συγγραφέα.
Όπως επισημαίνει ο ιστορικός της κουλτούρας  και κριτικός λογοτεχνίας Μ. Angenot, η έννοια του «Κοινωνικού Λόγου» αναφέρεται σε «ό,τι τυπώνεται, συζητείται ή αναπαρίσταται». Ειδικότερα, για τον λόγο που παράγει το λογοτεχνικό πεδίο, αναφέρει πως η λογοτεχνία αναδιατάσσει, αναπαράγει, αναπροσδιορίζει κι ανασυνθέτει τα πολλαπλά κοινωνικά αφηγήματα συμβάλλοντας παράλληλα στην κοινωνική παραγωγή του υψηλού (sublime) αλλά και στην ανάδειξη της πολυφωνίας.  Τα νεωτερικά μυθιστορήματα, τονίζει, χαρακτηρίζονται από πολυσημίες, αμφισημίες, είναι πολυφωνικά και απηχούν με πολλαπλούς τρόπους τους Λόγους (discourses) που παράγονται στο κοινωνικό πεδίο μετα-γράφοντας τις αντινομίες, τα αδιέξοδα, τις βεβαιότητες αλλά και τις ασυνάφειες κατά τρόπο συνεκδοχικό (Angenot, 2004). Αυτό ακριβώς παρατηρούμε και στο έργο της κας Δούκα. Την ανασύνθεση  και τον αναπροσδιορισμό κοινωνικών αφηγημάτων γύρω από μείζονα και τραυματικά γεγονότα της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας μας, εμπλουτίζοντας τον Κοινωνικό Λόγο με την ανάδειξη κι έκφραση ακόμη και μη ορατών όψεων του παρελθόντος. Οι εγκιβωτισμένες ιστορίες, τα ιστορικά ντοκουμέντα, οι προσωπικές ιστορίες δεν είναι παρά απηχήσεις  των αδιεξόδων, των αντινομιών αλλά και των διαψευσμένων βεβαιοτήτων της κάθε εποχής με την οποία καταπιάνεται η συγγραφέας αλλά και της σημερινής, που αναζητά την ταυτότητά της μέσα από τις ιστορικές της μνήμες. Όλο αυτό το πολυσύνθετο σύνολο, που  το χωρά μόνο  η μεγάλη αφηγηματική φόρμα του μυθιστορήματος, αποτελεί μέγιστη συμβολή στη διαρκή  προσπάθεια της  εθνικής μας αυτογνωσίας.  Άλλωστε, η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης,  δεν γεννάται εν κενώ αλλά σε τεταμένη αξιολογούσα ατμόσφαιρα αυτού που έχει συνειδητά προσδιορισθεί, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Μ. Μπαχτίν.
Κάθε λογοτεχνικό κείμενο παράγει Λόγο, εμποτισμένο από τις ιδεολογίες του κοινωνικού περιβάλλοντος στο οποίο γεννάται, όσο κι αν ενυπάρχει το στοιχείο υπέρβασης του ατομικού και του εμπειρικού. Επιστρέφοντας στον  Angenot, παραθέτουμε συμπληρωματικά τη θέση του πως  η λογοτεχνία είναι εκείνος, ειδικότερα, ο Λόγος (discourse), ο οποίος εκφέρεται, παράγεται Μετά,  αφού έχουν ήδη διατυπωθεί άλλα κοινωνικά αφηγήματα, ιδίως τα σχετιζόμενα με βεβαιότητες και ταυτότητες. Το λογοτεχνικό κείμενο, επομένως, εγγράφει και επαναδιατυπώνει τον Κοινωνικό Λόγο, παραμένοντας , ωστόσο, ενδελέχεια, με την αριστοτελική σημασία του όρου. Η συμβολή  της κας Δούκα στον παραγόμενο αυτή την περίοδο Κοινωνικό Λόγο και μάλιστα στην παροντική κρίσιμη περίοδο είναι καίρια και η προσωπική της σφραγίδα διακριτή, όπως κάθε συνεπούς και αξιόλογου εργάτη του Λόγου.
Η τιτάνια προσπάθειά της να επιστρατεύσει κάθε διαθέσιμο στοιχείο του διανοητικού και θυμικού κόσμου – συνειδητού και ασυνείδητου- με σκοπό τη βαθιά διείσδυση στην αλήθεια του κόσμου αλλά και του ανθρώπου, μια αλήθεια που δεν συλλαμβάνεται μόνο πραγματολογικά αλλά κυρίως αξιολογικά, διαφαίνεται από τον διαρκή και βαθύ διάλογό της με το σύνολο των στοιχείων του ανθρώπινου πολύπτυχου. Κύρια μέριμνα  της κας Δούκα είναι η ανάδειξη της α-λήθειας, η ίδια η Μνήμη δηλαδή [αν εξετάσουμε ετυμολογικά τον όρο (α- λήθη)] για τις «σκοτεινές σελίδες» της Ιστορίας ή τις σημαίνουσες σιωπές της. Το πολυσύνθετο γνωστικό υλικό τίθεται στην υπηρεσία της  ηθικής διάστασης του περιεχομένου μη επικαλύπτοντας όμως την  αισθητική διάσταση του έργου, ενός έργου που αναδεικνύεται, έτσι,  ως πολυεπίπεδη μορφή πραγματωμένη μέσα από μια εξαιρετικά επιμελημένη, εκ των ένδον, αρχιτεκτονική σύνθεση. Το περιεχόμενο των βιβλίων της κας Δούκα  γνωστικά και ηθικά  κινείται –και πριν τη συγκεκριμένη τριλογία- γύρω από την ανθρώπινη δράση, γύρω από τη δρώσα συνείδηση.
Ολοκληρώνοντας, ας επανέλθουμε στα ερωτήματα που θέσαμε στον πρόλογο: Αποδίδεται, τελικά, μέσω του Λόγου, αυτού που παράγει το λογοτεχνικό πεδίο και εμπλουτίζει τον ευρύτερο Κοινωνικό Λόγο, η «ιστορική δικαιοσύνη»;
 Με το να καθιστά δημόσια ορατά τα δεινά των θυμάτων, η συγγραφέας συμβάλλει σε μια μετα-τραυματική προοπτική ιστορικής αυτογνωσίας, κάθαρσης  και επούλωσης. Αυτό που απομένει είναι εμείς, οι αναγνώστες, ως πραγματικό κοινό κι όχι ως αφηρημένες οντότητες,  να επανανοηματοδοτήσουμε το κείμενο -εν προκειμένω την Τριλογία- να αλληλεπιδράσουμε και να επιτρέψουμε τη διάχυσή του στο κοινωνικό είναι και γίγνεσθαι. Να αποκαλύψουμε τις προοπτικές του.
Κλείνοντας, καταθέτουμε μία φράση του Μ. Φουκώ. Εξιστορώντας, σε συνέντευξή του, τους λόγους για τους οποίους εκείνος ασχολήθηκε με την γραφή (σε ένα άλλο είδος Λόγου, βέβαια) κάποια στιγμή εξομολογήθηκε: Σκέφτομαι ότι η εναλλακτική, σε σχέση με τον θάνατο δεν είναι η ζωή, είναι πολλώ μάλλον η Αλήθεια. Αυτό που πρέπει μέσω της λευκότητας και της αδράνειας του θανάτου να ξαναβρεθεί δεν είναι ο χαμένος τριγμός της ζωής, είναι η περίφροντις εκδίπλωση της αλήθειας.

Ψέματα;


Βιβλιογραφικές αναφορές

Αθανασοπούλου, Α. (2004). Ιστορία και Λογοτεχνία στο σχολείο. Μία διεπιστημονική πρόταση διδασκαλίας για την κριτική αγωγή των μαθητών στον σύγχρονο πολιτισμό, στο Η διαθεματικότητα στο σύγχρονο σχολείο και η  διδασκαλία της Ιστορίας με τη χρήση πηγών. Αθήνα: Μεταίχμιο

Μπαχτίν, Μ. (1980). Προβλήματα Λογοτεχνίας και Αισθητικής. Αθήνα: πλέθρον

Φουκώ, Μ. (2013). Ο ωραίος κίνδυνος. Αθήνα: Άγρα

Αngenot,M. (2004). What Can Literature Do? From Literary Sociocriticism to a Critique of Social Discourse” ,  The Yale Journal of Criticism,Volume 17, Number 2, pp. 217-231

Angenot,M. (2004). “Social Discourse Analysis: Outlines of a Research Project”, The Yale Journal of Criticism,Volume 17. No.2, pp. 199-215 

Σημ.: Το κείμενο διαβάστηκε σε εκδήλωση του Ζαννείου Πειραματικού Λυκείου Πειραιά, προς τιμήν της Μ. Δούκα, την 1η Απριλίου 2016.