Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Τρία κείμενα των Γ. Γιοβάνη και Π. Πρόδρομου για την Ενδοσχολική βία




1. Ενδοσχολική βία: Ο πυρήνας του προβλήματος


Γράφουν οι: Γιώργος Γιοβάνης & Πολύβιος Πρόδρομος
                          
            Η ενδοσχολική βία (Bulling) δεν αποτελεί καινούργιο φαινόμενο, υπάρχει εδώ και αρκετές δεκαετίες, έχοντας λάβει διάφορες μορφές, όπως σωματική (κακοποίηση), λεκτική (απειλές, κοροϊδία) και κοινωνική (απομόνωση των παιδιών από δραστηριότητες του σχολείου). Το ανησυχητικό βέβαια της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις ενέργειες που έχουν γίνει κατά του φαινομένου αυτού, είναι το πως τελικά καταφέρνει να επιβιώνει μέσα στις δεκαετίες, έχοντας εξαπλωθεί και στο χώρο του διαδικτύου, ηλεκτρονικός εκφοβισμός (cyber bulling). Προσεγγίζοντας κοινωνιολογικά το φαινόμενο αυτό, αναντίρρητα η σχολική βία αποτελεί αντανάκλαση της παθογένειας που κατατρύχει τις σύγχρονες κοινωνίες και εκφράζει μια επίκτητη επέκταση ενός κοινωνικοπολιτισμικού παιχνιδιού με τα γνωστά ζεύγη: άνδρας/γυναίκα, δυνατός/αδύναμος, κάτοχος εξουσίας/αντικείμενο εξουσίας.
            Πρέπει να διαπιστώσουμε κατ’ αρχάς ότι οι θύτες και τα θύματα προέρχονται από κάθε κοινωνική ομάδα της σχολικής κοινότητας, περιλαμβάνοντας άτομα από κάθε κοινωνικό στρώμα.  
            Ιδιαίτερα επιρρεπείς στην άσκηση ενδοσχολικής βίας είναι εκείνοι οι μαθητές που βίωσαν τη σχολική αποτυχία, δεν μπόρεσαν να συμβαδίσουν με την υπόλοιπη σχολική κοινότητα και περιθωριοποιήθηκαν από τους συμμαθητές τους. Είναι άτομα με αυταρχική προσωπικότητα, επιθετικά, παρορμητικά και συνήθως με σωματική δύναμη. Έχουν ασυνήθιστα ελάχιστο άγχος και ανασφάλεια, νιώθουν την ανάγκη να κυριαρχούν και έτσι αναζητούν την ανοιχτή και δημόσια διαμάχη, ώστε να επιβεβαιώσουν την υπεροχή τους και να επιβληθούν στην ομάδα των συνομιλήκων τους. Όπως δηλώνει και η Ann Marie Lenhardt: τα άτομα που αισθάνονται απομονωμένα και απαξιωμένα από τους συμμαθητές και τους δασκάλους τους, δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν δύσκολες καταστάσεις και είχαν μία απελπισμένη ανάγκη για να τραβήξουν την προσοχή.
            Η αιτιολογία του εκφοβισμού στο σχολείο είναι αναγκαίο να αναζητηθεί στη δυναμική αλληλεπίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος, του κλίματος του σχολείου και ολόκληρης της κοινωνίας, για τα γενικότερα προβλήματα και καταστάσεις που διαμορφώνει εκείνη, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τις αντικοινωνικές συμπεριφορές.
            Η οικογένεια, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους φορείς κοινωνικοποίησης και ανάπτυξης της προσωπικότητας του παιδιού, που συντελεί δραστικά στην ένταξη του ατόμου στο κοινωνικό σύνολο. Εάν εκείνη δεν βοηθήσει το παιδί ώστε να διαμορφώσει το αίσθημα της κοινωνικότητας, δε μπορεί από μόνο του να πραγματοποιήσει αυτήν την ένταξη και έτσι παρουσιάζει αντικοινωνική συμπεριφορά και επιθετικότητα. Oι υπερ-ελαστικοί γονείς δεν θέτουν περιορισμούς στη συμπεριφορά των παιδιών τους και εκείνα έχουν μάθει από μικρή ηλικία να αντιδρούν με όποιον τρόπο θέλουν. Επίσης, είναι άξιο να αναφερθούν και οι τελείως αποδιοργανωμένες οικογένειες οι οποίες αγνοούν παντελώς ή απορρίπτουν το παιδί τους, θυμίζοντάς του καθημερινά πως είναι ανεπιθύμητο και υπαίτιο για όλα τα προβλήματα της οικογενείας. Η αποστροφή αυτή και έλλειψη αγάπης που νιώθει το παιδί από τους γονείς, το επηρεάζει συναισθηματικά και μπορεί να το οδηγήσει στην υιοθέτηση επιθετικής συμπεριφοράς εκ μέρους του. Επίσης ενδέχεται τα παιδιά να αναπαράγουν με μιμητική προσήλωση την επιθετική και βίαιη στάση των συγγενικών τους προσώπων.
            Επιπρόσθετα το σχολείο, ως μικρογραφία της κοινωνίας, καθρεπτίζει τα κρούσματα βίας και ανομίας που κυριαρχούν στην κοινωνία των ενηλίκων. Το σημερινό σχολείο, μέσα σε αχανείς κτιριακές μονάδες, στις οποίες εκλείπει η εποπτεία, καλλιεργούνται αδιάφορες – τυπικές σχέσεις και κυριαρχεί η μαζικότητα. Κουλτούρες του δρόμου, αντι-κουλτούρες και υπο-κουλτούρες συναντιώνται μέσα στη σχολική τάξη και δημιουργούν εντάσεις. Επιπλέον, ο τεχνοκρατικός προσανατολισμός της σύγχρονης εκπαίδευσης καλλιεργεί ανταγωνιστικές σχέσεις: τη βαθμοθηρία, το ωφελιμιστικό πνεύμα και ταυτόχρονα αποδυναμώνει τη συλλογική δράση. Η έλλειψη ουσιαστικής παιδείας μέσα σ’ ένα στείρο, άγονο και απομνημονευτικό περιβάλλον που δημιουργεί συναισθήματα καταπίεσης, αρνητισμού και αντίδρασης με θύματα όσους είναι ευάλωτοι αποδέκτης της οργής. Οι εκφοβιστές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε σχολικούς χώρους που οι σχέσεις εκπαιδευτικών και μαθητών είναι αποκομμένες από την υγιή παιδαγωγική διαδικασία. 
            Στην ανάπτυξη εκφοβιστικών συμπεριφορών συντελεί και η επίδραση της σκληρής σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας στη ζωή των παιδιών. Οι απρόσωπες, αλλοτριωμένες ανθρώπινες σχέσεις, η έλλειψη φυσικού περιβάλλοντος, η αύξηση της φτώχειας, της εγκληματικότητας και του κοινωνικού ρατσισμού, καθώς και η μαζική προβολή και ηρωοποίηση της βίας (άρα εύλογη η αποδοχή και η χρήση της), πρόκειται για κοινωνικά φαινόμενα τα οποία προκαλούν την εξέγερση του παιδιού. Η εικόνα αυτή συναρθρούμενη με την ύπαρξη σαθρών αξιών και διαβρωμένων ιδανικών δημιουργούν συσσωρευμένη οργή και επιθετική διάθεση. Οι «βίαιες απαντήσεις» είναι πολύ πιθανό να προέρχονται από την κοινωνική βία, η οποία δεν είναι μόνο σωματική αλλά και ψυχολογική (άγχος για το μέλλον, ανεργία, εκμετάλλευση).
            Είναι σημαντικό λοιπόν, να στοχεύουμε στη δημιουργία μιας κοινωνίας όπου η ποικιλομορφία και η διαφορετικότητα είναι σεβαστές και η αξιοπρέπεια εκτιμάται και ενθαρρύνεται. Η γνώση μόνο των θεμάτων δεν είναι αρκετή. Πρέπει επιπλέον να προσπαθήσουμε να είμαστε συνεπείς στις στάσεις και στις πράξεις μας.
            Υποβαθμισμένη ζωή, υποβαθμισμένο σχολείο, υποβαθμισμένα όνειρα, κοινωνικός αποκλεισμός, ανασφαλής ζωτικός χώρος επιβίωσης, όλα αυτά κρύβουν τον ήλιο του μέλλοντος των παιδιών. Και -ως γνωστόν- χωρίς φως (ή προσδοκία φωτός) χάνει την αξία του οποιοσδήποτε αγώνας (στην τάξη ή και στη ζωή). Για το λόγο αυτό επιβάλλεται ο επαναπροσδιορισμός της εκπαίδευσης, το άνοιγμα του σχολείου στις νέες πολυπολιτισμικές συνθήκες, η συνεχής εκπαίδευση των εκπαιδευτικών ώστε να ενισχυθεί το ανθρωπιστικό ιδεώδες της παιδείας.


2. Σχολικός εκφοβισμός: Το προφίλ του θύτη


Γράφει ο Γιώργος Γιοβάνης

            Η αύξηση των περιστατικών βίας στην παιδική και εφηβική ηλικία είναι ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο που απασχολεί έντονα τόσο την νεοελληνική κοινωνία όσο και τη διεθνή. Οι επιπτώσεις του φαινομένου δεν εστιάζονται μόνο στο σχολικό χώρο αλλά αντανακλώνται και στην ευρύτερη κοινωνία. Το γεγονός πως η συχνότητα εμφάνισης αντικοινωνικής συμπεριφοράς στον ελληνικό σχολικό χώρο είναι μικρότερη σε σύγκριση με τις άλλες χώρες, δεν είναι λόγος που μας επιτρέπει να εφησυχάζουμε. Θύτες και θύματα προέρχονται από κάθε κοινωνική ομάδα της σχολικής κοινότητας. Κάθε πρόσωπο μπορεί να είναι υποψήφιος θύτης αν δεν κατανοήσει τη βία που κρύβεται μέσα του και τους παράγοντες που οδηγούν στον έλεγχο ή στην εξωτερίκευσή της, κι αν δεν αντιληφθεί πόσο η προσωπική ιστορία διαφοροποιεί τις στάσεις και τις συμπεριφορές του.
            Σε κάποιες έρευνες η άσκηση βίας ή ο εκφοβισμός συνδέονται με το φύλο: τα αγόρια στην πλειονότητα των ερευνών εμφανίζονται πιο επιθετικά στην άσκηση σωματικής ή σεξουαλικής βίας από τα κορίτσια, ενώ τα κορίτσια φαίνεται να ασκούν περισσότερο λεκτική βία. Είναι βέβαιο πως η εκδήλωση εκφοβιστικών συμπεριφορών είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα ποικίλλων εμπειριών και ερεθισμάτων στα οποία έχει εκτεθεί, με έμμεσο ή άμεσο τρόπο, κατά τη διάρκεια της αναπτυξιακής του πορείας. Οι μαθητές συχνά εκφοβίζουν για να νιώσουν ανώτεροι από τους άλλους καθώς αντλούν ισχύ και δύναμη από τη συγκεκριμένη μορφή συμπεριφοράς. Επίσης μέσα από την εκδήλωση εκφοβιστικών συμπεριφορών μπορεί να στοχεύουν στο να τραβήξουν την προσοχή ή ακόμα και για να μεταφέρουν το έλλειμμα χαράς που νιώθουν στους άλλους επειδή οι ίδιοι είναι δυστυχισμένοι.
            Τέλος, οι θύτες δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχουν ως αίτιο τη «διαφορετικότητα» του θύματος. μάλλον αποτελεί γι’ αυτούς σημείο εκκίνησης. Εκφοβίζουν τους πιο αδύναμους γιατί οι ίδιοι έχουν συναισθήματα ζήλειας, ανασφάλειας και δυστυχίας και μεγαλώνουν σε ένα απορριπτικό και βίαιο περιβάλλον από το οποίο απουσιάζει η ενσυναίσθηση και η αποδοχή. Οι μαθητές–θύτες εξοικειώνονται με το συστηματικό εκφοβισμό των άλλων και αποκτούν σταθερά χαρακτηριστικά ανυπακοής, απειθαρχίας και βίαιης πρόκλησης. Η εμπλοκή τους σε παραβατικές και αντικοινωνικές συμπεριφορές τους απομακρύνει σταδιακά από τη σχολική δράση και μπορεί μακροπρόθεσμα να τους κάνει ευάλωτους και επιρρεπείς σε αρνητικές επιδράσεις. Οι θύτες, (bullies) όπως έχουν ονομαστεί, θέλουν να αισθάνονται ισχυροί, να επιβεβαιώνουν τη δύναμή τους, γι’ αυτό όταν κακομεταχειρίζονται τους άλλους αισθάνονται ευχαρίστηση και ικανοποίηση.
            Οι επιπτώσεις που παρατηρούνται στους θύτες όπως αναφέρουν και κοινωνιολόγοι, είναι ανεπανόρθωτες. Είναι πιθανό, οι θύτες που χρησιμοποιούν ως μέσο επίλυσης ή κοινωνικής καταξίωσης τη βία, όταν μεγαλώσουν, να συνεχίσουν να συμπεριφέρονται κατά τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, παρατηρούνται υψηλά επίπεδα κατάθλιψης και άγχους για τους θύτες, μεγαλύτερα μάλιστα κι από τα ίδια τα θύματα. Όταν λοιπόν οι θύτες δεν συναντούν εμπόδια και κυρώσεις, είναι πολύ πιθανό να υποπέσουν σε μορφές κοινωνικής παραβατικότητας (εκτός από ξυλοδαρμούς, ναρκωτικά, βανδαλισμοί κ.τ.λ.). Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Kilpatrick: Οι νεαροί παραβάτες αναλογίζονται τα λάθη που έχουν λάβει χώρα στη μέχρι τότε ζωή τους και λυπούνται που το προσωπικό των σχολείων τους δεν είχε λάβει δραστικά μέτρα κατά της εκφοβιστικής τους συμπεριφοράς, και δεν είχαν αναμειχθεί οι γονείς τους.
            Το δυσμενέστερο στοιχείο του bullying φαίνεται ότι είναι το γεγονός ότι οι θύτες διατηρούν αυτή τη συμπεριφορά και μετά την ενηλικίωσή τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να δημιουργήσουν μια ομαλή κοινωνική ζωή ή να οδηγηθούν στην παραβατικότητα. Στην Ευρώπη «πρωταθλητές» στην ενδοσχολική βία φαίνεται ότι είναι οι Βρετανοί μαθητές, καθώς το 46% των μαθητών γυμνασίου τη θεωρούν σημαντικό πρόβλημα στην καθημερινότητά τους. Σε έρευνα του 2008, οι μαθητές στην υπόλοιπη Ευρώπη επίσης ανησυχούν για τη βίαιη συμπεριφορά στα σχολεία.
            Κάθε μελέτη για το φαινόμενο της θυματοποίησης στα σχολεία παιδιών από παιδιά επιβάλλει τη θεώρηση της βίας ως συμπεριφοράς στην ανθρώπινη ιστορία. Η βία ως φαινόμενο αναιρεί και καταστρέφει ένα πυρηνικό στοιχείο της υπόστασης του ανθρώπου, αυτό του «σχετίζεσθαι». Ζούμε όμως σε ένα κόσμο αντινομίας. Από τη μια πλευρά υπάρχει η εναγώνια αναζήτηση σχέσεων και από την άλλη η βίαιη καταστρατήγησή τους και μάλιστα στο χώρο του σχολείου. Ο συνήγορος του πολίτη εκτιμά ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου της άσκησης βίας μεταξύ μαθητών, δε θα πρέπει να λάβει τη μορφή απλώς εξειδικευμένων παρεμβάσεων, καθώς είναι απαραίτητο να συνδεθεί με τη συνολικότερη λειτουργία του σχολείου και τη βελτίωση της ικανότητάς του να δίνει θέση, ρόλο και αξία στη συμμετοχή των μαθητών. Όμως αν δεν κινηθούμε σωστά, συστηματικά και έγκαιρα, γινόμαστε συνυπεύθυνοι για τη δημιουργία αντικοινωνικών στοιχείων, θυτών εγωκεντρικών, βίαιων και επιθετικών. Η επίτευξη συνεπώς πνεύματος ειλικρινούς και συμπαθούς συνεργασίας όλων αποτελεί - πρέπει να αποτελεί - το αρχικό στόχο της όλης προσπάθειας.       

 3. ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΗΣ ΣΥΖΗΤΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ BULLYING

Σχολικός εκφοβισμός: Το προφίλ του θύματος


Γράφει ο Δρ. Πολύβιος Ν. Πρόδρομος, Καθ. Νεοελληνικών 
  
            Η βία και η επιθετικότητα από μαθητές κατά μαθητών στα σχολεία απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Η άσκηση βίας μεταξύ μαθητών θεωρείται ως μια μορφή «κακοποίησης», αν είναι σκόπιμη και προκαλεί ή  μπορεί να προκαλέσει επιπτώσεις στη σωματική ακεραιτότητα των θυμάτων (τραύματα, σωματικές βλάβες κ.α.) ή στον ψυχισμό τους (εκφοβισμό, άγχη, ανασφάλειες κ.α.). Τα παιδιά θύματα και το παιδί θύτης, αντανακλούν το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο στον μικρόκοσμο του σχολείου.
            Οι μαθητές που δέχονται επιθέσεις εκφοβισμού και βίας στο σχολείο, δε σημαίνει ότι έχουν κάνει κάτι λανθασμένο που να δικαιολογεί την εκδήλωση τέτοιου είδους συμπεριφορών εναντίον τους. Πολλές φορές στόχος γίνεται το «διαφορετικό», το οποίο μπορεί να αφορά σε οποιοδήποτε ανθρώπινο γνώρισμα, είτε εξωτερικό είτε εσωτερικό, όπως για παράδειγμα το χρώμα του δέρματος, η εθνικότητα, το φύλο το βάρος, η σχολική επίδοση, η κοινωνική συστολή. Με την έννοια αυτή ο καθένας μπορεί να γίνει στόχος εκφοβιστικών και βίαιων συμπεριφορών σε κάποια φάση της ζωής του και συνεπώς το συγκεκριμένο φαινόμενο μας αφορά όλους μας.
            Οι αποδέκτες του εκφοβισμού (θύματα) είναι συνήθως αδύναμα παιδιά, που δυσκολεύονται να προστατεύσουν τον εαυτό τους, νιώθουν ανασφάλεια και άγχος, έχουν ελάχιστους φίλους και, κατά κύριο λόγο, δεν είναι επιθετικά. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Εγκληματολόγος κ. Βαρτελάτου Ρούλα, τα θύματα είναι ήσυχοι, ευαίσθητοι, αγχώδεις και ανασφαλείς μαθητές, που σπάνια αμύνονται ή αντεπιτίθενται στις προσβολές που τους γίνονται. Στις πλείστες περιπτώσεις είναι οι πιο αδύναμοι, τόσο σωματικά, όσο και ψυχολογικά, από τους συνομιλήκους τους και διακατέχονται από συναισθήματα απόρριψης και καταδίωξης. Χαρακτηρίζονται από κοινωνική αποστροφή και φτωχή ακαδημαϊκή μόρφωση ή ακόμα μπορεί να είναι και μαθητές με αναπτυγμένη μαθητική κουλτούρα.
            Τα τελευταία χρόνια οι ειδικοί στο χώρο της παιδικής προστασίας και των παιδικών δικαιωμάτων έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν τη συναισθηματική, ψυχολογική και σωματική βλάβη που μπορεί να προκληθεί εξαιτίας του σχολικού εκφοβισμού. Τα θύματα του bullying παρουσιάζουν συμπτώματα άγχους, χαμηλής αυτοεκτίμησης, έλλειψης αυτοπεποίθησης, συναισθήματα κατωτερότητας, αρνητικής αυτοκριτικής ακόμα και κατάθλιψης. Διαταράσσεται η ψυχοσωματική τους υγεία (πονοκέφαλοι, αϋπνίες, κρίσεις πανικού) και αποσύρονται από την ενεργό σχολική δράση, ενώ ενδέχεται να εμφανίσουν χαμηλές σχολικές επιδόσεις, μαθησιακές δυσκολίες, τάση παραίτησης και μελαγχολία. Το σχολικό περιβάλλον μετατρέπεται γι’ αυτά σε ένα στρεσογόνο και άξενο χώρο που δεν τους παρέχει κανένα κίνητρο για αυτοβελτίωση αλλά αποκτά εφιαλτικές διαστάσεις. Αξίζει να σημειωθεί πως το παιδί που φοβάται, ντρέπεται, αλλά κυρίως νιώθει ότι ευθύνεται γι’ αυτό ή ακόμα ότι θα στεναχωρήσει ή απογοητεύσει τους γονείς του.
            Σε κάποιες περιπτώσεις το θύμα, έχοντας βιώσει τον αποκλεισμό, την ανισότητα και τη ματαίωση γίνεται θύτης επιχειρώντας να αντιταχθεί σε ό,τι του συμβαίνει, αλλά και να «αναγνωριστεί» από τους συμμαθητές τους. Δηλαδή οι ιδιότητες του θύτη και του θύματος ενδέχεται να συμπίπτουν στο ίδιο παιδί.
            Οι φοβικές μας προκαταλήψεις γύρω από το θέμα του bullying δεν φυλάττουν τις Θερμοπύλες ενός υγιούς κοινωνικού σώματος. Αυτό μπορεί να το φυλάξει μόνο η ενημέρωση, η ενθάρρυνση της φωνής του θύματος και η πρόληψη. Για το λόγο αυτό ενθαρρύνουμε τα θύματα του bullying να μιλήσουν, να επικοινωνήσουν με το δάσκαλο που εμπιστεύονται και τους γονείς τους, να μη γίνουν αντεκδικητικά, και πάνω απ’ όλα να τα μάθουμε ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τα προσβάλλει και να τα ταπεινώνει με οποιονδήποτε τρόπο. Να τα μάθουμε να προστατεύουν την αξιοπρέπειά τους. Να είναι ο εαυτός τους και να έχουν τον έλεγχο του εαυτού τους.        
            Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Συνήγορος του Πολίτη, στην πραγματικότητα, τα παιδιά δεν απειλούνται τόσο από τη βία που προέρχεται από συνομιλήκους τους, όσο από την αδυναμία των ενηλίκων να τους παρέχουν την απολύτως αναγκαία για την ομαλή ανάπτυξή τους παρουσία, συμμετοχή, υποστήριξη και διαπαιδαγώγηση στη ζωή τους. Παράλληλα, τα παιδιά στερούνται την απαραίτητη ασφάλεια και προστασία από κινδύνους ή απειλές, ορισμένες φορές μάλιστα οι ίδιοι οι ενήλικοι προβαίνουν σε ενέργειες που συνιστούν κακοποίηση ή σοβαρή παραμέλησή τους. Ας μην βιαστούμε λοιπόν να «δαιμονοποιήσουμε» τα παιδιά. Το bullying είναι υπόθεση όλων μας!