Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Μιχάλης Μακρόπουλος, Το δέντρο του Ιούδα, (Νουβέλα, εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2014, σελ. 117)




«Στα πάντα κυριαρχούσε τούτη η αναμονή. Ο Ηλίας δεν πήγαινε στην Αθήνα, τα κορίτσια δεν έρχονταν στο χωριό. Το Πάσχα ίσως. Ίσως. Αλλά το Πάσχα τι; Θα πήγαινε αυτός; Θα πήγαινε αυτός; Θα ’ρχονταν εκείνες; Τους μιλούσε στο τηλέφωνο, Ό,τι είχε σημασία δε λεγόταν. Οι λέξεις κρύβονταν πίσω από λόγια. Οι αληθινές λέξεις ζούσαν άηχες στις σωτήριες σιωπές· τις άκουγε ο Ηλίας στην ανάσα των κοριτσιών στην άλλη άκρη της γραμμής» (σελ. 103).

Νομίζω πως αυτό είναι το σημαίνον γνώρισμα αυτής της εξαιρετικής νουβέλας που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδ. Κίχλη. Όχι αυτά που λέγονται ρητά, αλλά οι βοώσες σιωπές ανάμεσα στις λέξεις, ανάμεσα στα λόγια των ηρώων, που σαν ηπειρώτικος άνεμος χύνονται ορμητικά στα διάκενα. Ναι, υπάρχει ένας καλοδουλεμένος μύθος –με γνωρίσματα αστυνομικής ιστορίας- που εκτυλίσσεται στο Πωγώνι, ένα ορεινό ηπειρώτικο χωριό, κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ωστόσο, πίσω από το προοδευτικό ξεδίπλωμα αυτού του “film noir”, σοβεί ο κατακερματισμένος κόσμος ενός ανθρώπου, του Ηλία, που η ζωή του κόπηκε ξαφνικά στα δυο όπως το τσεκούρι του Τακηκούσια κόβει στα δυο τα ξύλα για τα κρύα του χειμώνα. 

Η πρώτη αυτή εικόνα της ιστορίας του Μιχάλη Μακρόπουλου προοικονομεί και το τέλος της, την καταδίκη σε ισόβια κάθειρξη του Ηλία, ο οποίος σαν τον Τουρκόγιαννο του Θεοτόκη στο εκτενές διήγημα «Ο Κατάδικος» αποφασίζει να θυσιάσει τη ρημαγμένη του ζωή για χάρη της άδολης αγάπης και να αποδειχτεί «μεγάλος ώς το τέλος». Το έργο του Θεοτόκη κλείνει ως εξής: «— Και πού να πάω; είπε ο Τουρκόγιαννος αναστενάζοντας· εγώ ένας ορφανός άνθρωπος; Η Μαργαρίτα πρέπει να μη μάθει και να ζήσει ευτυχισμένη μαζί σου, και στον κόσμο δεν έχω πλια τίποτα. Εδώ μέσα για με είναι ο κόσμος· δεν τη θέλω τη χάρη κι εδώ θα πεθάνω, γιατί πονεμένες ψυχές ζητούν παρηγοριά στη μετάνοια!» Ο Ηλίας, άνθρωπος χωρίς παρελθόν (έχασε τη γυναίκα του, τη δουλειά του, την αυτοεκτίμησή του, τη μάνα του), χωρίς παρόν και μέλλον, («ο χρόνος υπήρχε μόνο έξω, ήταν ένας ξένος που με ξένα μάτια παρακολουθούσε τον Ηλία») αποφασίζει την ύστατη στιγμή να γίνει «επιζωήτης» παρά προδότης, ένας κατάδικος που σηκώνει τον σταυρό του δικού του μαρτυρίου αποζητώντας παραμυθία στη μετάνοια, στη θυσία και διασώζοντας τη φιλία (ό,τι πολυτιμότερο μάς έχει απομείνει). Ο Ηλίας σαν άλλος Τουρκόγιαννος ακολουθεί μία ηθική στάση πιστεύοντας πως στη ζωή οι άνθρωποι θα πρέπει να κινούνται πάντοτε με γνώμονα την καλοσύνη και το δίκαιο.

Η ιστορία που μάς αφηγείται με τόση δεξιοτεχνία ο Μακρόπουλος είναι τελικά μια ιστορία βαθιά ανθρώπινη και οικουμενική. Θα τολμούσα να πω, μια ιστορία «σωματική»: "Συχνά καθόταν και κοιτούσε τα χέρια του. Έβλεπε σ’ αυτά ένα τοπίο πλατύτερο κι από κείνο που ανοιγόταν πριν από τον Άι-Δημήτρη. Η άρθρωση σε κάθε λυγισμένο δάχτυλο ήταν μια βουνοκορφή". Μια ιστορία που διαβάζεται απνευστί και με μεγάλο ενδιαφέρον ώς το τέλος. 
Προσωπικά τη διάβασα ακούγοντας το σόλο βιολί του Ηπειρώτη Αλέξη Ζούμπα που ηχογραφούσε προπολεμικά στην Αμερική.



Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

Το κακό είναι ήδη εδώ



της ΕΛΕΝΗΣ ΠΑΤΣΙΑΤΖΗ

Η νέα συλλογή διηγημάτων του Χ. Οικονόμου «Το καλό θα’ρθει από τη θάλασσα» βρίσκεται σε οργανική σχέση με την αμέσως προηγούμενή του, το βραβευμένο και πολυμεταφρασμένο «Κάτι θα γίνει, θα δεις», όχι μόνο ως προς την πρόδηλη συμπληρωματικότητα και τον υπόγεια υποσχετικό υπαινιγμό των τίτλων. Στην προηγούμενη συλλογή, οι ήρωες, μικροαστοί των συνοικιών της πόλης μας, έρχονταν αντιμέτωποι με το φάσμα της Απώλειας (εργασίας, αγαπημένου προσώπου, κοινωνικού status) και προσπαθούσαν να βρουν τρόπους να διαχειριστούν το σοκ της  νέας πραγματικότητας χωρίς να χάσουν την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό τους. Στη νέα συλλογή, βαθύτατα ουμανιστική κι αυτή στον πυρήνα της, η Απώλεια έχει ήδη συντελεστεί, δεν βρίσκεται εν τω γίγνεσθαι. Τα υποκείμενα έχουν βιώσει το τραύμα, οι πληγές τους είναι  χαίνουσες, έχουν εγκαταλείψει την προηγούμενη ζωή τους και τον χώρο όπου βίωσαν την Απώλεια κι αναζητούν, ως εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες, ως «ξενομπάτες», μιαν νέα αρχή σε κάποιο νησί του Αρχιπελάγους, εκεί όπου, μαζί με την ελπίδα, ζουν κι εκείνοι που την κατατρώγουν σαν νυχτόβιοι  «αρουραίοι», οι ντόπιοι.
 Το νησί, ο χώρος δράσης, δεν είναι ο καλοκαιρινός τουριστικός προορισμός αλλά ένας περίκλειστος χώρος αναγκαστικής μετεγκατάστασης και επώδυνης προσαρμογής. Μια αναδυμένη από το απώτατο φαντασιακό Ατλαντίδα, μεταξύ Σαντορίνης και Κρήτης (εξαιρετικό εύρημα το κρητικό ιδίωμα των ντόπιων με τις εικόνες της Καλντέρας αλλά και τα τοπωνύμια του ευρύτερου Αιγαιακού Νησιωτικού Συμπλέγματος), που με τη σοβούσα λάβα της δημιουργεί ένα εφιαλτικό σκηνικό  επερχόμενης Αποκάλυψης. Το νησιωτικό αυτό περιβάλλον , παρά τα στερεότυπα περί «ελληνικής φιλοξενίας», δεν είναι μόνο αφιλόξενο αλλά και βαθύτατα συγκρουσιακό. Ένας από τους βασικούς άξονες του κειμένου είναι η πραγμάτευση αυτού του συγκρουσιακού περιβάλλοντος σ’ έναν χώρο που το συλλογικό μας βίωμα έχει προσδιορίσει ως τόπο πανάρχαιας συνάντησης ανθρώπων και πολιτισμών. Το Αιγαιακό Αρχιπέλαγος, ωστόσο, δεν είναι και δεν έχει υπάρξει αποκλειστικά και μόνο πεδίο συνάντησης. Έχει υπάρξει στο παρελθόν πεδίο συγκρούσεων αλλά και χώρος εκτοπισμού των πολιτικά διαφωνούντων. Επομένως, είναι ένας χώρος πολύσημος κι  οριακός. Το υγρό στοιχείο, η θάλασσα που το περιβάλλει,  όχι μόνο ενώνει αλλά και απομονώνει. Η οριακότητά του εξηγεί εν πολλοίς, ακόμα και ανθρωπολογικά, την εγγενή παρουσία βίας. Η κοινωνική ανθρωπολογία έχει καταδείξει πως σε περιοχές, αλλά κυρίως  σε εποχές,  ορίων η έντονη πληθυσμιακή ρευστότητα και οι διαρκείς ανακατατάξεις δημιουργούν ένα πλέγμα σχέσεων που συναρτώνται γύρω από την ανασφάλεια, τον φόβο και την αγωνία. Όλες αυτές οι παράμετροι, βασικά γνωρίσματα της ύστερης νεωτερικότητας, είναι παρούσες στα διηγήματα του Οικονόμου, από μια ματιά συγγραφική βέβαια, που συνομιλεί ισότιμα με τις εμπειρικές παρατηρήσεις και τα πορίσματα των κοινωνικών επιστημών.
Το 2010, χρονιά που ξεκινούσε η μνημονιακή μας περιπέτεια αλλά και χρονιά έκδοσης της προηγούμενης συλλογής διηγημάτων του Χ. Οικονόμου, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, σε άρθρο του στο «Βήμα», διαπίστωνε μια σημαντική επιστροφή της πολιτικής στη λογοτεχνία. Εκκινώντας από το βιβλίο του Οικονόμου στάθηκε  στο «Φωτιές του Ιούδα, στάχτες του Οιδίποδα» της Ρέας Γαλανάκη, στο «Καιρό του καθενός» του Δ. Νόλλα για να καταλήξει πως «Η αμιγώς πολιτική χροιά, την οποία αποκτούν όλο και περισσότερα έργα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, είναι ένα φαινόμενο το οποίο συνδέεται όχι μόνο με την κρίση, αλλά και με τους ευρύτερους μετασχηματισμούς που φέρνει ο 21ος αιώνας (ένας αιώνας συνεχούς διακινδύνευσης) τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, αναθέτοντας και πάλι στην τέχνη του μυθιστορήματος ή του διηγήματος έναν ξεχασμένο ρόλο: τον ρόλο της δημόσιας συμμετοχής και της συντεταγμένης παρέμβασης». Μέσα σε τέσσερα μόλις χρόνια, που σε πολλούς από μας ήδη φαίνονται αιώνες, η θέση του Β. Χατζηβασιλείου φαίνεται πως δικαιώνεται. Ό,τι άξιο λόγου γράφτηκε την τελευταία τετραετία ήταν βαθύτατα πολιτικό. Πρόσφατο παράδειγμα το νέο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Έλα να πούμε ψέματα» όπου η μυθοπλαστική δεινότητά της συμβαδίζει με τη συγγραφική της τόλμη να αγγίζει μείζονα τραύματα της νεότερης ιστορίας μας παράλληλα με την καίρια και στοχαστική παρέμβασή της  στη σύγχρονη εποχή.
Εδώ θα ήθελα να μην παρεξηγηθώ  πως υιοθετώ εύκολες μηχανιστικές παρερμηνείες που θεωρούν πως η λογοτεχνία απλώς αναπαριστά τη ζώσα πραγματικότητα. Σαφώς και δεν είναι ο ρόλος της αυτός. Η άποψη του Adorno για την πτώση ή ακόμα και για την εξαφάνιση του λογοτεχνικού χαρακτήρα των κειμένων όταν τα κείμενα αυτά υποτάσσουν τη διφορούμενη σημασία τους σε κάποια εννοιολογική μονοσημία, όπως είναι αυτή της ιδεολογίας, με βρίσκει απολύτως σύμφωνη. Η λογοτεχνία, ωστόσο, δεν παράγεται ούτε καταναλώνεται εν κενώ. Είναι πρωτίστως επικοινωνία. Παράγεται σε συγκεκριμένο χωρόχρονο και απευθύνεται προς τους δέκτες/αναγνώστες της, που είναι δρώντα κοινωνικά- κι όχι μόνο ατομικά-  υποκείμενα. Υπό μία ευρύτερη, λοιπόν, έννοια ακόμη κι αν δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, δεν μπορεί παρά να είναι πολιτική. Ακόμη και η επιλογή του τρόπου γραφής, το ύφος, είναι μια συνειδητή, βαθύτατα πολιτική επιλογή (κι όχι μόνο προσωπική κατάκτηση), όπως ήταν και στο παρελθόν πολιτική πράξη η χρήση της δημοτικής γλώσσας ακόμη και σε ένα ποίημα που σε μια πρώτη ανάγνωση εκλαμβάνονταν ως ερωτικό.
Εν προκειμένω, η συνειδητή επιλογή του ρεύματος του νέου ρεαλισμού, είναι κι αυτή μέρος της πολιτικής λογοτεχνίας που υπηρετεί ο Οικονόμου, όπως είναι και η, συχνά, παραληρηματική γλώσσα των ηρώων όπως και το κατακερματισμένο παλίμψηστο των παρένθετων αφηγήσεων που παραπέμπουν στην κατακερματισμένη πραγματικότητα της κρίσης. Το νέο του βιβλίο είναι βαθύτατα στοχαστικό, απαισιόδοξο  -παρά τον τίτλο- και σπαρακτικά αληθινό. Θα το αδικήσουμε κατάφωρα αν το δούμε μόνο ως ένα ακόμη προϊόν της λεγόμενης «λογοτεχνίας της κρίσης». Είναι ένας λυρικός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη φύση, τις ατέλειές της αλλά παράλληλα στοχάζεται και πάνω στην αιώνια πάλη καλού-κακού και στις ποικίλες εκφάνσεις της. Η κρίση είναι, βέβαια, διαρκώς παρούσα, όχι μόνο στην οικονομική της διάσταση αλλά κυρίως στην ανθρωπιστική, όπως θα όφειλε να είναι σε ένα σύγχρονο βιβλίο λογοτεχνίας που απευθύνεται σε απαιτητικούς και μη εφησυχασμένους αναγνώστες, όπως είναι  εμφανής η κοινωνική ανισότητα και η παιδική εργασία στο έργο του Ντίκενς, η αυστηρή ταξική διαστρωμάτωση στο έργο της Ώστιν, το γυναικείο ζήτημα στο έργο της Β. Γουλφ και, για να αναφέρω και ελάχιστα μόνο από τα πολλά ελληνικά παραδείγματα, ας αναλογιστούμε την πολιτική διάσταση στο έργο του Κ. Θεοτόκη, του Σ. Τσίρκα, του Δ. Χατζή και τόσων άλλων που συνομιλούσαν με τον καιρό και την εποχή τους αλλά παράλληλα και με τη λογοτεχνική διάρκεια.
Αφήνοντας για λίγο την περιπλάνησή μου στα έργα αγαπημένων συγγραφέων θα  ήθελα να σταθώ λίγο στον όρο «Πολιτική» και να μας θυμίσω πως είναι ένας αριστοτελικός όρος.  Ο Αριστοτέλης θεωρεί τον άνθρωπο «φύσει πολιτικόν ζώον», αλλά μόνο εντός της πόλεως εκείνης που του εξασφαλίζει όχι μόνο τα προς το «ζην» αλλά και τα προς το «ευ ζην» ενώ ο «άπολις» (ο άπατρις, ο «ξενομπάτης»;) είναι ή θηρίο ή ανώτερος από άνθρωπο. Τι συμβαίνει λοιπόν σε εποχές, όπως η σημερινή, που η πόλις δεν εξασφαλίζει ούτε καν τα προς το ζην στα μέλη της; Όταν εξαναγκάζει τους πολίτες της να γίνουν φυγάδες; Ή ακόμη και να την μισούν; Όσοι πρωταγωνιστούν ως «ξενομπάτες» στο έργο του Χρήστου Οικονόμου, μια και το γνωρίζουν πως δεν είναι θεοί και πως δεν πρόκειται να γίνουν,  πρέπει να διατηρήσουν αλώβητη την ανθρώπινη υπόστασή τους και να μην υποπέσουν στην βαθμίδα του θηρίου (Πρέπει να γίνεις τέρας για να αντέξεις την αλήθεια, σελ. 15). Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο διακύβευμα («Τι μπορεί να γίνει κάποιος αν πάψει να ’ναι άνθρωπος; τι υπάρχει μετά τον άνθρωπο;» «…αυτό πάλευε να κάνει ο φουκαράς ο Τάσος. Μπορεί να μην το ήξερε αλλά πάλευε να μείνει άνθρωπος»). Αν αυτό διασφαλισθεί και παραμείνουν Άνθρωποι, τότε το έτερο διακύβευμα, η δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης στον ίδιο χώρο των δύο αυτών ετεροτήτων που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο («ξενομπάτες» και «αρουραίοι») μπορεί να έχει αίσια κατάληξη. 
Αναφερόμενοι ακροθιγώς στο φιλοσοφικό υπόβαθρο του βιβλίου αξίζει να επισημάνουμε πως σε τρία από τα τέσσερα διηγήματα, στο σκηνικό της δράσης υπάρχει ένα σπήλαιο, μια Δρακοσπηλιά, ένα εφιαλτικό σκηνικό θανάτου, καταβαράθρωσης. Η αλληγορία είναι προφανής. Το σπήλαιο, χώρος δράσης των πρώτων ανθρώπων, πριν αποκτήσουν Λόγο (Αφού καμιά φορά λέω πως οι πρώτοι άνθρωποι έμαθαν να μιλάνε για να λιγοστέψουν το φόβο που ένιωθαν μες στις σπηλιές που ζούσαν, σελ.40), πριν συνοικίσουν τις πόλεις και δημιουργήσουν πολιτισμό εμφανίζεται και στην πλατωνική φιλοσοφία με την περίφημη αλληγορία του σπηλαίου. Θυμίζω εδώ πως ο Πλάτωνας στην αλληγορία αυτή δημιουργεί σε αυτό το υπόγειο και σκοτεινό σπήλαιο το πιο εφιαλτικό σκηνικό στέρησης ελευθερίας και απανθρωποποίησης, καθώς οι δεσμώτες του, άνθρωποι στερημένοι του δικαιώματος  στη Γνώση και στη Ζωή, εγκλωβισμένοι στα δεσμά της άγνοιάς τους για το γίγνεσθαι, αδυνατούν να αντιληφθούν την πραγματικότητα, καθώς η πρόσληψή της εξαρτάται από τα φίλτρα που μεσολαβούν και στρεβλώνουν την εμπειρία τους (Το νησί είναι η δικιά μας σπηλιά. Γι’ αυτό παραμιλάμε,σελ.40) και (Να μάθεις να πιστεύεις αυτά που δεν βλέπεις. Και τότε θα δεις αυτά που πιστεύεις, σελ.103). Κατά τον Πλάτωνα, λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να απελευθερωθούν από τα δεσμά της άγνοιας και να δουν την αλήθεια. Ο Πλάτωνας ενστερνίζεται τη θέση του Ηράκλειτου πως όλα αλλάζουν. Πότε; Αν οι γνώστες, οι φιλόσοφοι (οι διανοούμενοι θα λέγαμε σήμερα) καταδείξουν την Αλήθεια. Θα πρέπει όμως πρώτα να πείσουν τους δεσμώτες να εγκαταλείψουν το σπήλαιο (Πρέπει πρώτα να χάσουμε την Ελλάδα για να σώσουμε την Ελλάδα, σελ. 57) και να τολμήσουν να αναμετρηθούν με τον φόβο του νέου (Στάθηκε στο άνοιγμα της σπηλιάς-μια σταλιά ανθρωπάκι μπροστά στο τόσο μαύρο, σελ 65). Άλλωστε και ο Χ. Οικονόμου πιστεύει πως είναι στη φύση του ανθρώπου να είναι ελεύθερος, να κοιτάει μπροστά (Δεν θέλουμε να κοιτάμε στη σπηλιά αλλά στη θάλασσα, στο πέλαγος, στ’ ανοιχτά, σελ.72).
Μιας και αναφέρθηκα στον Ηράκλειτο προηγουμένως, να θυμίσω πως ο «σκοτεινός από την ΄Εφεσσο» εμφανίζεται στη σελ.113 «Το ήθος είναι ο δαίμων του ανθρώπου». Μόνο που για τον Οικονόμου «το ήθος είναι τόπος» «ο τόπος θα σ’αλλάξει» και φοβάται πως η αλλαγή της συνείδησης, η αλλαγή του ήθους σε έναν τόπο διαφθοράς δεν θα είναι παρά μια ακόμη, στις τόσες, Απώλεια. Ήθους. Το Αιγαίο δεν είναι εδώ το φωτεινό βίωμα του Ελύτη. Το κείμενο γίνεται βαθιά σκοτεινό, εφιαλτικό και  αποστομώνει όσους τυχόν στάθηκαν σε μιαν πρώτη εντύπωση, αυτή του τίτλου και διείδαν ίχνη αισιοδοξίας. Στο λογοτεχνικό σύμπαν του Οικονόμου δεν υπάρχουν περιθώρια συμπαντικής συνωμοσιολογίας αλά Κοέλιο… Τα περιθώρια αντίδρασης των δρώντων υποκειμένων στις εξουσιαστικές δομές που τα συνθλίβουν είναι και η μόνη ελπίδα αλλά είναι πολύ ισχνή καθώς η οριακότητα των καταστάσεων που βιώνουν δεν επιτρέπει αυταπάτες περί θαυμάτων. Όπως είπε κι ο «σκοτεινός από την Ελσινόρη», ο αγαπημένος Άμλετ, δηλαδή, «η αρρώστια η φρικτή φρικτά γιατρεύεται", (σελ. 113).
Η στοχαστική προσέγγιση της πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να μην τον οδηγήσει και στον προβληματισμό για τα δομικά στοιχεία της συγκρότησής της ταυτότητάς μας. Θυμίζω εδώ πως η συζήτηση για τα θέματα της κατασκευής των ταυτοτήτων είναι εν εξέλίξει  στο χώρο της ιστορίας,  της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας, της φιλοσοφίας και, προφανώς, και στον χώρο της λογοτεχνίας. Κάθε ταυτότητα κατασκευάζεται αντιστικτικά με την έννοια ενός Άλλου που προβάλλει απειλητικός. Τι γίνεται όμως όταν στη θέση του ανεπιθύμητου Άλλου είναι ο φτωχοποιημένος γείτονας μας; Όταν ο άλλος είναι απλά εκείνος που βρίσκεται δίπλα μας και δεν συμφωνεί η πρακτική του με τις δικές μας πρακτικές; Τα χρόνια της ευμάρειας ο απειλητικός «Άλλος» ήταν ο παρίας, όποιος δεν πληρούσε τις προδιαγραφές ενός απόλυτα κυρίαρχου, κανονιστικού lifestyle, δηλ. ένας ήρωας της προηγούμενης συλλογής διηγημάτων του Οικονόμου. Πλέον, μετά τα μνημόνια, ο Άλλος είναι ο φτωχοποιημένος γείτονας, η εικόνα του οποίου στοιχειώνει τους εφιάλτες μας, είναι, ίσως, ο «ξενομπάτης» δηλ. ο εσωτερικός οικονομικός μετανάστης της νέας συλλογής.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε «Το καλό θα ’ρθει από τη θάλασσα είναι το α’ μέρος μιας τριλογίας διηγημάτων για τους εμφυλίους που διεξάγονται σε ένα νησί του Αιγαίου». Δεν θα σταθώ στο φιλόδοξο του εγχειρήματος –έχω εμπιστοσύνη στις συγγραφικές του ικανότητες κι υποψιάζομαι πως πρόκειται για ένα ευφυές λογοτεχνικό στοίχημα ενιαίας διάρθρωσης διαφορετικών αφηγηματικών δομών- ούτε στη σκηνογραφία. Θα ήθελα να σταθώ κυρίως στο θέμα που προείπα, αυτό των εμφυλίων που παρουσιάζονται στο συγκεκριμένο κείμενο, στη σύγκρουση ντόπιων και εσωτερικών μεταναστών κάνοντας όμως μια μικρή ιστορική περιδιάβαση. Γνωρίζουμε πως οι εμφύλιοι είναι πόλεμοι εντός της ίδιας εθνοτικής ομάδας.  Ο Ρομαντισμός του 19ου αι. προσπάθησε ηρωικά να μας πείσει πως οι λαοί είναι σαφώς  ομογενοποιημένοι πληθυσμοί που η πολιτισμική τους ενότητα δικαιολογεί και την πολιτική με κορυφαία έκφρασή της τη συγκρότηση του έθνους –κράτους. Όταν συγκροτήθηκε το νεοελληνικό κράτος οι πρώην ραγιάδες, που ως τότε ζούσαν σε έναν καλειδοσκοπικό κόσμο υποταγμένο στην εξουσία του σουλτάνου, αναζήτησαν  τους μηχανισμούς εκείνους, ιδεολογικούς και θεσμικούς που θα συνέβαλαν στην δημιουργία ενιαίας εθνικής ταυτότητας. Ήδη από  το 1843, τα άθλια οικονομικά του νεοσύστατου ελληνικού κράτους είχαν  οδηγήσει στην πρώτη πτώχευση αλλά και στο δίλημμα: «Αυτόχθονες» ή «Ετερόχθονες»; Ποιοι ήταν οι καταλληλότεροι για  να στελεχώσουν τον κρατικό μηχανισμό (1844); Αυτόχθονες ήταν οι κάτοικοι του Μοριά και οι Ρουμελιώτες που είχαν καταφέρει την απελευθέρωση των περιοχών τους από τον οθωμανικό ζυγό και απαιτούσαν, με τοπικιστικά κριτήρια, να επανδρώσουν εκείνοι τον κρατικό μηχανισμό ενώ ετερόχθονες ήταν όσοι είχαν έρθει από άλλες περιοχές όπως η Κων/λη, το Ιάσιο, η Αλεξάνδρεια και διεκδικούσαν μιαν νέα αρχή στο μητροπολιτικό κέντρο με κριτήρια που εδράζονταν πάνω στη μόρφωσή τους, στην αξιοκρατία λοιπόν. Στον στρατηγό Μακρυγιάννη, πρόσωπο που η γενιά του ΄30 μυθοποίησε, αποδίδεται η περίφημη φράση «Αν είναι να μείνωμε ημείς νηστικοί, ας πάη στο διάβολο η ελευθερία. Έφαγαν αυτοί, ας φάμε και εμείς τώρα». Διοικητικός και κοινωνικός εμφύλιος; Συνταγματικά τη μάχη δεν την κέρδισε ο Μακρυγιάννης, την κέρδισε όμως ως προς την τελική έκβαση, τη στελέχωση του δημοσίου από τους ημέτερους, τους αντίστοιχους αρουραίους… Οι ξενομπάτες, παρά το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο, δυσκολεύτηκαν αρκετά. Αλλά και όσοι από τους αυτόχθονες δεν τα κατάφεραν να επανδρώσουν μέσω του πελατειακού συστήματος τον νεοπαγή γραφειοκρατικό μηχανισμό ταλαιπωρήθηκαν. Κάποιοι μάλιστα κατέφυγαν στη ληστεία. Η λογοτεχνία πώς αντιμετώπισε εκείνους τους εμφύλιους των πρώιμων χρόνων της οθωνικής διακυβέρνησης; Χάρη σ’ αυτούς έχουμε το α’ νεοελληνικό μυθιστόρημα, τον «Θάνο Βλέκα» του Παύλου Καλλιγά, ένα προδρομικό κείμενο ηθογραφίας αλλά και αυστηρής κοινωνικής κριτικής. Ένα κείμενο όπου θριαμβεύει το κακό…
Η ιστορική μας πορεία έχει, δυστυχώς, αρκετούς εμφυλιακούς σταθμούς κι αντίστοιχες, πολιτικά εκφρασμένες, λογοτεχνικές προσεγγίσεις. Στα χρόνια του Βενιζέλου, ο Διχασμός αλλά και η Μικρασιατική Καταστροφή κατασκευάζουν νέα αντιθετικά δίπολα με κορυφαίο αυτό των προσφύγων-«τουρκόσπορων» και των «ντόπιων». Η συγγραφική παραγωγή γύρω από την μικρασιατική περιπέτεια καταδεικνύει πως οι «ξενομπάτες»-πρόσφυγες λοιδορήθηκαν και ταλαιπωρήθηκαν ιδιαίτερα από τους τότε ντόπιους. Η τρίτη κατά σειρά πτώχευση (1932, είχε προηγηθεί κι εκείνη των χρόνων του Χ. Τρικούπη, μετά την έλευση των «χρυσοκάνθαρων» Ελλήνων του εξωτερικού και των παιχνιδιών στο μόλις δημιουργημένο Χρηματιστήριο Αξιών της Αθήνας) σηματοδοτεί και την στροφή της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην αναζήτηση της «Ελληνικότητας», των τρόπων ομαλής συμβίωσης γύρω από έναν κοινό πολιτισμικό άξονα. Κι εδώ θα σταθώ λίγο στην περίπτωση του Ο. Ελύτη, με το έργο του οποίου θεωρώ πως συνομιλεί η συλλογή αυτή. Ο Ελύτης αγωνιά για την ταυτότητα, συνδέοντάς της με τη γλώσσα αλλά και το ήθος. Το Αιγαίο υμνείται όχι ως μόνο ως τόπος αλλά κυρίως ως βιωμένο ήθος. Ηλιοκεντρικός και ελληνοκεντρικός ο νομπελίστας ποιητής μας είναι κι αυτός παρών- όπως και τόσοι άλλοι- στο έργο του Οικονόμου («..πρέπει να πιστεύουμε στον ήλιο όχι μόνο γιατί τον βλέπουμε αλλά και γιατί χάρη στον ήλιο βλέπουμε όλα τ’άλλα», «όσο σκοτάδι κι αν κουβαλάς μέσα σου το φως του ήλιου είναι μια κάποια ελπίδα», σελ 123). Το Αιγαίο στην περίπτωση του Οικονόμου όμως είναι πλέον μια χαίνουσα πληγή, ακόμη κι η Παναγιά δεν είναι η Παντοχαρά του Ελύτη αλλά είναι ΜαχαιρωμένηΠολλές μαχαιριές αγόρι μου. Κάποτε ήμασταν χωρισμένοι δεξιά κι αριστερά, τώρα χωριστήκαμε σε ξενομπάτες κι αρουραίους» σελ.125). Στο κείμενο ο προφανής εμφύλιος ανάμεσα στους «αρουραίους» (άτομα που τον καιρό της ευμάρειας «τρύπωσαν» σε θέσεις που τους εξασφάλισαν οικονομική επιφάνεια και επιρροή και πλέον δρουν ως δυνάμεις συντήρησης μια νοοτροπίας που θα τους εξασφαλίζει και στο μέλλον την ικανοποίηση των ατομικών τους συμφερόντων) και τους «ξενομπάτες» (άτομα που η κρίση συνέθλιψε, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να αναζητήσουν καταφύγιο στο νησί λειτουργώντας κάποιοι από αυτούς ως φορείς ιδεών  αλληλεγγύης άρα ως φορείς νέων νοοτροπιών) συνεχίζει μια τραυματική ιστορία εσωτερικών συγκρούσεων. Θα αφήσω, για προφανείς λόγους οικονομίας του χρόνου, την αναφορά στις μεταπολεμικές γενιές, όπου το προφανές εμφυλιακό και μετεμφυλιακό περιεχόμενο είναι παραπάνω από πρόδηλο για τον συγκρουσιακό χαρακτήρα της σύγχρονης ιστορίας μας και τις αποτυπώσεις του στη λογοτεχνική μας παραγωγή. Μία μόνο μνεία στο έργο του Α. Αλεξάνδρου ή του Α. Φραγκιά νομίζω πως αρκεί για να δημιουργήσει σε όλους μας τους αναγκαίους συνειρμούς.
Μέσα από αυτές τις ιστορικές, κοινωνικές, ιδεολογικές συμπληγάδες, η νεότερη και σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία αναζητά το νήμα που διατρέχει το ατομικό και συλλογικό, άκρως ταραγμένο, βίο μας μέσα από την πανάρχαιη και πιο βαθιά ανθρώπινη τροπή, την αφήγηση ιστοριών. Αυτό το νήμα έχει κρατήσει ο συγγραφέας, στη δύσκολη μνημονιακή μας περιπέτεια και περιμένει να τον ακολουθήσουμε. Μας καλεί να γίνουμε οι παλιοί «Άλλοι», οι «Εβραίοι» των γνωστών συνωμοσιολόγων, να γίνουμε «Εβραίοι του εικοστού πρώτου αιώνα» (σελ 57). Να φύγουμε, να διασκορπιστούμε σε ολόκληρο τον κόσμο, να γίνουμε αυτό που θέλουμε να γίνουμε για «να σώσουμε την Ελλάδα».
H σύγκρουση ανάμεσα στους «αρουραίους» και στους «ξενομπάτες», στις δύο κυρίαρχες εκδοχές της διχασμένης νεοελληνικής ταυτότητας, είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο παράλληλους κόσμους, σε δύο διαφορετικά ήθη που αναγκαστικά συνυπάρχουν όχι μόνο στον ίδιο χώρο και ίδιο χρόνο αλλά και  στις ίδιες συνθήκες αποδόμησης και επισφάλειας που οξύνουν τις μεταξύ τους αντιθέσεις. Η πόλις σήμερα πάσχει από λιμό, Οιδίπους δεν φαίνεται στον ορίζοντα αλλά η απάντηση στο αίνιγμα παραμένει η ίδια ανά τους αιώνες και ο συγγραφέας το γνωρίζει. Οι κάτοικοί της, όμως, φαίνεται πως το έχουν ξεχάσει και μάχονται μεταξύ τους σε συμβολικούς πολέμους κυριαρχίας επί ενός χώρου που είναι πλέον αποικία χρέους. Νέοι Ετεοκλήδες και Πολυνείκηδες στο έδαφος που γέννησε την αιώνια βία του μύθου των Σπαρτών. Ο Οικονόμου στέκεται απορημένος παρατηρητής, με μόνο όπλο τη γραφή, ανάμεσα στους «εμπόλεμους», στις δύο όψεις ενός νομίσματος που διαρκώς υποτιμάται. Μας αφηγείται τις ιστορίες κατάρρευσης του κόσμου των ηρώων του ελπίζοντας πως με τη γλώσσα, με τη μαγική-παραμυθητική αλλά και εξουσιαστική δύναμη του λόγου, θα δημιουργηθεί μια νέα μνημονική πραγματικότητα αναγκαία για τη συγκρότηση της νέας ταυτότητας που βρίσκεται εν τω γίγνεσθαι και την αφουγκράζεται. Η Μνημοσύνη είναι εκεί εγκυμονώντας. Έχω την αίσθηση πως θα ξεγεννήσει αυτήν που μελωδεί το Μένος, τη Μελπομένη. Αυτή που δεν θέλει να κρυφτούν οι πληγές, τις ανασύρει και τις καταγράφει. Υπηρέτης τους ο συγγραφέας, παρατηρεί τη μάχη καλού-κακού με όρους που μας παραπέμπουν στον P. Ricoeur ο οποίος επιμένει πως απέναντι στο κακό πρέπει να έχουμε μια στάση απορητική, να το αφήσουμε να εξελιχθεί (άντρας κι ήρωας δεν είναι εκείνος που πολεμάει το κακό αλλά εκείνος που μαθαίνει να ζει με το κακό, σελ.15). Να μην σκεπάζουμε τις πληγές που αυτό δημιουργεί, να ζούμε με τις μνήμες που γίνονται αφηγήσεις, εν προκειμένω λογοτεχνία. 
Και κλείνω με τον εξαιρετικό πρόλογο του βιβλίου που πυκνώνει όσα ήθελα να πω κι όσα δεν στοχάστηκα καν.
«Θα σου πω πως έγινε. Πώς έγινε και πώς έπρεπε να γίνει. Το αίμα που χύθηκε και κείνο που έπρεπε να χυθεί. Όλα τα θυμάμαι, όλα. Κι αυτά που θυμάμαι είναι πιο πολλά απ’ αυτά που έγιναν».