Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Γιώργος Μητάς, Το σπίτι



Γιώργος Μητάς, Το σπίτι (εκδ. Κίχλη, Αθήνα 2014)

Η φθορά, η πικρία, ο φθόνος.

Η διάψευση και η απώλεια.

Η εξασθένηση των δημιουργικών δυνάμεων.

Η συντριβή της ζωτικότητας. Ο φόβος.

Η αρρώστια, το πάσχον σώμα, το προδομένο μυαλό.

Το πικρό, πικρότατο τέλος. Όχι για τους εκλεκτούς.


Ο Γιώργος Μητάς μετά τα τρία εκτενή διηγήματα «Ιστορίες του Χαλ» (Κίχλη, 2011) επανέρχεται τρία χρόνια με τη νουβέλα «Το σπίτι», δηλ. «Το σπίτι της Γραφής», αποτίοντας φόρο τιμής στους συγγραφείς του φανταστικού και επιτρέποντας στον αναγνώστη να εισέλθει στο εργαστήρι του συγγραφέα, στα άδυτα της συγγραφικής τέχνης.
Τρία είναι τα κυρίαρχα πρόσωπα: ο φέρελπις  λογοτέχνης Νίκος Βελισάρης (η persona του Μητά), ο έμπειρος βιβλιόφιλος Κάλφογλου και ο υπηρέτης του, Συμεών (το καλό πνεύμα του σπιτιού).
Πιστεύω πως η περίπτωση του Μητά αποδίδεται καλύτερα με τα λόγια του ήρωά του: «Μοιάζετε, κύριε Βελισάρη, με νεαρό δέντρο που έχει ψηλώσει αρκετά ώστε να κρατά το κεφάλι του πάνω από την κορυφή του λόφου –εκεί όπου ο άνεμος φτάνει γεμάτος μυρωδιές- και ατενίζει τη μεγάλη πεδιάδα και τον ανοιχτό ορίζοντα, έχοντας ήδη γευτεί κάμποσες καταιγίδες κι έχοντας μετρήσει πάνω του τις πρώτες πληγές…».
Ο Μητάς με αυτή τη νουβέλα «ψήλωσε» πολύ, στήνοντας με δεξιοτεχνία ένα κείμενο αυτοαναφορικό για τον ρόλο της λογοτεχνίας (τέχνης) και τη θέση του συγγραφέα (δημιουργού) στη μεταιχμιακή εποχή μας, την εποχή του «φόνου», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Συμεών. Ο δημιουργός, χωρίς να χάσει την επαφή του με τον κόσμο, αφοσιώνεται στο κείμενό του και παλεύει με τους δαίμονές του: "Είχα σκύψει πάνω από την οθόνη του υπολογιστή γύρω στις οκτώ και μισή, προσπαθώντας να ξεχάσω την καταιγίδα που μαινόταν έξω από τους τοίχους του Σπιτιού και να συνδεθώ ξανά με το σιωπηλό -αλλά όχι λιγότερο έντονο- κόσμο του κειμένου μου".
Ο Μητάς μιλά για την αφετηρία της δικής του συγγραφικής περιπέτειας, εγκιβωτίζοντας με έξυπνο τρόπο, την ιστορία του Ανθρώπου με τα μικρά χέρια. Το τέλος της ανάγνωσης συμπίπτει, διόλου τυχαία, με την ολοκλήρωση του διηγήματος «Ο Άνθρωπος με τα μικρά χέρια» που ο Βελισάρης διαβάζει στον Κάλφογλου. Μόλις η δοκιμασία τελεσφορήσει, τελειώνει και η ανάγνωση της νουβέλας. Μόλις το βιβλίο του Βελισάρη πάρει σάρκα και οστά, το "σπίτι της γραφής" τυλίγεται στις φλόγες, αφού επιτέλεσε τον ρόλο του και βοήθησε στη γέννηση του έργου.
Το Σπίτι της Γραφής είναι το σύμπαν του Μπόρχες και ο Κάλφογλου ο δημιουργός της Βιβλιοθήκης που χωρά την ανθρώπινη σοφία. Ο Βελισάρης είναι ο προνομιούχος εκείνος συγγραφέας που του πέφτει ο κλήρος να πατήσει το πρώτο σκαλί και να πολιτογραφηθεί στων ιδεών την πόλι από τον «Νομοθέτη» Κάλφογλου.
Το σκηνικό θυμίζει το αντίστοιχο στο πρωτόλειό του: σκοτεινό χειμωνιάτικο σκηνικό, υποβλητική ατμόσφαιρα, αυτή τη φορά στην Ύδρα, σ’ ένα αρχοντικό σπίτι. Το Χαλ και η Ύδρα, τόποι με λαμπρό παρελθόν και ξεθωριασμένο παρόν. Η καινούργια ιστορία του Μητά διαβάζεται κι αυτή μονορούφι, γιατί παρακολουθούμε εν τη γενέσει της τη συγγραφική αγωνία, τη δυστοκία, το «στήσιμο», τον τοκετό και το παλίμψηστο της γραφής («Ο Άνθρωπος με τα μικρά χέρια είχε έρθει στον κόσμο. Πετάχτηκα επάνω πανηγυρίζοντας· φώναξα από χαρά, τράνταξα τα κάγκελα του παραθύρου…»). Ο συγγραφέας γεννά με υλικά ονείρου και παρατήρησης τον ήρωά του και τον ακολουθεί παντού, ακούει το τραγούδι του: «Μόνο να φτάσω εκεί / Όπου οι άλλοι έχουν καταφέρει / Να ηρεμήσει η καρδιά / Το σώμα και το πνεύμα να γελάσουν».
Τελικά γιατί γράφουμε; Η απάντηση με το στόμα του Κάλφογλου: