Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Ανέκδοτο διήγημα


Dies natalis invicti solis[1]
του Δημήτρη Χριστόπουλου
 μια ολοκληρη γειτονια βρίσκεται απ’ το πρωί στο πόδι. Άνθρωποι κάθε ηλικίας αποφάσισαν να γίνουν βοηθοί ζαχαροπλάστη. Σε λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα και όφειλαν ως ήταν το έθιμο να ετοιμάσουν προσφορές γλυκισμάτων με βάση τη ζύμη, τους ξηρούς καρπούς και το μέλι. Γιορτές δίχως μέλι δεν γίνονται.
*
Το μικρό ζαχαροπλαστείο ανήκε τα τελευταία πενήντα χρόνια στην κυρία Μελίνα. Μελίνα λέγανε και την πολίτισσα τη γιαγιά της, Μελίνα και τη μάνα της. Στο μαγαζί της κάθε γλύκισμα είχε ως βάση του το μέλι. Η Μελίνα (γιαγιά-μάνα-εγγονή) πίστευε πως το μέλι ήταν μια θεϊκή τροφή διότι έπεφτε από τον ουρανό, μαζί με την πρωινή δροσιά πάνω στα λουλούδια και από εκεί το μάζευαν οι μέλισσες, και πρόσφεραν μελίπηκτα γλυκίσματα στη Δήμητρα.
Όταν μίλαγε για το μέλι μέλωνε η ίδια. Στην κυρία Νίκη, που είχε προβλήματα με τον αγροίκο τον άντρα της, εξηγούσε πως, αν θέλει την εύνοια των αγαθών δυνάμεων, έπρεπε να δώσει στους καλικαντζάρους λουκάνικα και λουκουμάδες. Τότε και ο άντρας σου θα γλυκαθεί και θα μερέψει. Στην κυρία Βάσω, που είχε κόρη της παντρειάς αλλά γαμπρός δεν φαινόταν πουθενά, βάλε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων το σταυροψώμι στη μέση του τραπεζιού και γύρω γύρω φρούτα βουτηγμένα στο μέλι και με τον ερχομό του νέου έτους ετοίμαζε τα στέφανα. Η κυρία Βάσω έφευγε με το χαμόγελο στα χείλη. Την Άνοιξη θα πάντρευε την κόρη της.
Απ’ το μαγαζάκι της Μελίνας όλος ο κόσμος προμηθευόταν – για την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου - κλώνους ελιάς, ένα μεγάλο ρόδι και ένα μπολ γεμάτο μέλι, σύμβολο ευτυχίας και ευγονίας για κάθε σπιτικό. Οι βαρκάρηδες κι οι νοικοκύρηδες των μεγάλων καϊκιών την ημέρα της Πρωτοχρονιάς περνούσαν από κει για να πάρουν στο καΐκι ένα ρόδι και τηγανίτες με άφθονο μέλι για το καλό του χρόνου. Το μέλι της Μελίνας συνόδευε το «Ανέτειλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης».
Ήλιος για τη μικρή κοινότητα του νησιού ήταν η Μελίνα με τα γλυκίσματά της. Η Μελίνα ήταν η ιέρεια του μελιού. Υιοθετούσε την αιγυπτιακή παράδοση πως ο θεός Ρα έκλαψε και τα δάκρυα από τα μάτια του έπεσαν στο χώμα και μεταμορφώθηκαν σε μέλισσες. Οι μέλισσες άρχισαν αμέσως να τρυγούν το νέκταρ των λουλουδιών κι έτσι το μέλι και το κερί γεννήθηκαν από αυτά τα δάκρυα. Δεν υπήρχε γλυκό που να μην έχει ως βάση του το μέλι: καλαθάκια με κρέμα γιαουρτιού, κέικ μήλου με μελάσα, μπισκοτάκια πιπερόριζας, δίπλες, λουκουμάδες, κανταΐφι, και άλλα πολλά.
Όποιον πάταγε στο κατώφλι της τον φίλευε κι από μια δημιουργία της. Αυθεντικά έργα τέχνης. «Μεράκι, αγάπη και γνώσεις χρειάζεται κάθε τέχνη», έλεγε με καμάρι. Η Μελίνα με τη γιαγιά την πολίτισσα ήταν μια γνήσια γραικιά, όπως ήθελαν να την αποκαλούν. Κάποιο Πάσχα, όταν ένας νεόπλουτος επισκέπτης του νησιού ζήτησε «τσιζ κέικ», θύμωσε τόσο πολύ που ο άνθρωπος φοβήθηκε. «Πρώτα θα φας από τα χεράκια μου φρέσκια μυζήθρα με μέλι» και μετά να δούμε αν θα ξαναγυρέψεις αυτό το πράμα».
*
Τα τελευταία χρόνια η Μελίνα είχε και βοηθό. Η ζήτηση μεγάλωνε, οι παραγγελίες πλήθαιναν και τα δυο της χέρια δεν έφταναν να ετοιμάζει τόσα διαφορετικά γλυκά. Σα μάννα εξ ουρανού έπεσε στο κονάκι της ο Ομάρ απ’ το μακρινό Ιράν. Ο Ομάρ ήταν ένας πραγματικός ποιητής που εξ ανάγκης ασχολήθηκε και με τη μαγειρική. Στην πατρίδα του δούλευε μάγειρας σε ξενοδοχείο. Μαζί με άλλους συμπατριώτες του ακολούθησαν την τύχη (;) εκατομμυρίων ανθρώπων να περάσουν λαθραία στην Ευρώπη. Ο Μεχμέτ, ένας συγγενής τού συμπαραστάθηκε, του έβγαλε παράνομα χαρτιά και τον έβαλε στο βαπόρι για το νησί. Εκεί, θα βρεις σίγουρα δουλειά και καλούς ανθρώπους και δεν λάθεψε. Μια μέρα που η Μελίνα πνιγόταν στη δουλειά, ο Ομάρ προθυμοποιήθηκε να της δώσει ένα χεράκι. Από τότε, κάθε μέρα από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ τα μελαμψά του χέρια ζυμώνουν και ψήνουν γλυκά. Η Μελίνα αποφάσισε να τον κρατήσει γιατί ο Ομάρ δούλευε απαγγέλλοντας Ρουμπαγιάτ: «Όμοια γι’ αυτούς που για το Σήμερα φροντίζουν, / μα και γι’ αυτούς που κάποιο Αύριο ατενίζουν / κράζει ο μουεζίνης απ’ τό Σκοτεινό Πυργί: /
«Τρελοί! η αμοιβή σας δεν είν’ ούτε Εδώ ούτ’ Εκεί». Με τον Ομάρ στη δούλεψή της, οι συνταγές αυξήθηκαν και οι παραγγελίες αβγάτεψαν. Οι ντόπιοι δοκίμασαν τον περσικό χαλβά και έκτοτε ο χαλβάς απ’ την Περσία έγινε το αγαπημένο τους γλυκό.
Ο Ομάρ θα μπορούσε να είναι ο γιος που έχασε πριν από τριάντα χρόνια, όταν ο ομφάλιος λώρος έβαλε θηλιά στο λαιμουδάκι του μωρού. Τα μεσημέρια τρώγανε μαζί. Ο Πέρσης ποιητής, όπως χαϊδευτικά τον έλεγε, της μαγείρευε fesengun, το περσικό βασιλικό φαγητό. Εσύ είσαι η βασίλισσα του μελιού και μια βασίλισσα οφείλει να τρώει μόνο fesengun. Με τη γλώσσα δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα. Μίλαγε φαρσί τα ελληνικά γιατί από παλιά αγαπούσε καθετί ελληνικό. Και μείς και σεις είμαστε πανάρχαιοι λαοίž δεν αντέξαμε αυτό το βάρος, έλεγε μελαγχολικά. Και η Μελίνα κουνούσε συγκαταβατικά την κεφαλή της. Στο τέλος του συμποσίου τους ο Ομάρ πρόσφερε για επιδόρπιο μαλεμπί και η κυρία Μελίνα θυμόταν τότε την πολίτισσα γιαγιά Μελίνα. Άρχιζε τότε τις ιστορίες της και τα σμυρνέικα τραγούδια της μάνας της. Μεθυσμένη από μνήμες και αρώματα έγερνε στον σοφά της και ονειρευόταν την Πόλη και τη Σμύρνη, κι ας μην είχε ταξιδέψει ποτέ στα μέρη εκείνα. Ο Ομάρ την άκουγε μαγεμένος και όταν αυτή αποκοιμιόταν, άρχιζε τις δικές του αφηγήσεις για την όμορφη Νασρίν και την απάνθρωπη θανάτωσή της στις φυλακές του  Mashad Vahil Abad, με την κατηγορία της συνωμοσίας εναντίον της άρχουσας τάξης, για τις κόρες του που η κυβέρνηση τις εξαφάνισε, για τους γονείς του που βρέθηκαν απαγχονισμένοι, επειδή δεν υπέκυψαν στον φόβο και στον εκφοβισμό.
*
Στα μέσα Δεκεμβρίου – που ο φωτοδότης και ζωοδότης ήλιος έχει απομακρυνθεί από τη γη - το λιμενικό με μια αστραπιαία κίνηση έφτασε νύχτα στο νησί και συνέλαβε τον Ομάρ. Κανείς δεν κατάλαβε το παραμικρό. Η Μελίνα μάταια τον περίμενε τα ξημερώματα. Οι εφημερίδες αργότερα έγραψαν πως μαζί με άλλους ιρανούς πρόσφυγες έραψαν τα στόματά τους, με ίνες από κορδόνια, σε μία ένδειξη διαμαρτυρίας, ώστε να τους χορηγηθεί άσυλο και να αποφύγουν τον επαναπατρισμό τους.
Στις 25 Δεκεμβρίου, που ο ήλιος πλησιάζει ξανά την γη και η μέρα μεγαλώνει, οι αρχαίοι Πέρσες γιόρταζαν τα γενέθλια του Μίθρα, του θεού του Ηλίου και του φωτός, το «γενέθλιον του αήττητου φωτός». Οι κάτοικοι της μικρής νησιωτικής κοινότητας δεν ξέχασαν τον Ομάρ. Ξημερώνοντας η μέρα της γέννησης του Θεανθρώπου έκαναν προσφορές γλυκισμάτων με βάση την ζύμη, τους ξηρούς καρπούς και το μέλι, για να ’χει ο Θεός καλά τον δικό τους Πέρση.




[1] Το γενέθλιο του αήττητου ήλιου.
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ!

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Τα Χριστούγεννα του Παπαδιαμάντη

"ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ", διήγημα του Κώστα Βάρναλη με ήρωα τον κυρ-Αλέξανδρο.
[Γ. Κόρδης, Το δώμα των αθώων]


Ὁ οὐρανὸς ἔβρεχε διαρκῶς λεπτὸν νερόχιονον, ὁ γραῖγος ἀδιάκοπος ἐφύσα καὶ ἦτο ψῦχος καὶ χειμὼν τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους...



Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

"Κάτι θα γίνει, θα δεις"...H ελληνική λογοτεχνία "ταξιδεύει".

Το βραβευμένο με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2011 βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου "Κάτι θα γίνει, θα δεις", μετά τη διθυραμβική υποδοχή του στην Ιταλία, ξεκίνησε το ταξίδι του στη Γερμανία.
Μια "άλλη" ελληνική λογοτεχνία, απαιτητική, μακριά από υπαρξιακούς ναρκισσισμούς και ρηχές συναισθηματικές αφηγήσεις, ανοίγει τα πανιά της και ταξιδεύει τους ήρωές της στη σύγχρονη Ευρώπη. Ο αφηγηματικός λόγος του Νότου γίνεται το μέσο επι-κοινωνίας των αναγνωστών του Βορρά με τους προβληματισμούς και τα αδιέξοδα ηρώων κι ηρωίδων που σιγά σιγά ξεφεύγουν από τον αρχικό τοπικό τους προσδιορισμό (συνοικίες του Πειραιά) και γίνονται οικουμενικοί.



Ακολουθούν αποσπάσματα από συνέντευξη του συγγραφέα στην ιταλική εφημερίδα L’ Unità.
«Η άποψή μου είναι ότι χάσαμε τον πόλεμο και ζούμε σε μια μεταπολεμική Ελλάδα. Τον πόλεμο αυτό, τον χάσαμε, με ευθύνη, κυρίως, της πολιτικής ηγεσίας, και μάλιστα χωρίς να πέσει ούτε μια ντουφεκιά. Ζούμε, λοιπόν, στην μεταπολεμική Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της. Το αν θα καταφέρει να επιβιώσει, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αποφάσεις των ισχυρών της Ευρώπης. Αν αυτοί κάνουν κάτι για να σωθεί η Ευρώπη, έχει καλώς. Αλλιώς, του χρόνου η κατάσταση θα είναι πολύ χειρότερη. Και όχι μόνο για την Ελλάδα, βέβαια». Παράλληλα, σε ό,τι αφορά το βιβλίο διηγημάτων του τονίζει ότι «προσπαθεί να μην μπερδεύει τη δημοσιογραφία με τη συγγραφή», διότι «δεν γράφει λογοτεχνία από προσωπική αντίδραση» αλλά διότι επιθυμεί «να δώσει ανθρώπινο πρόσωπο στις απρόσωπες, και πολλές φορές απάνθρωπες, δυνάμεις που προσπαθούν να καθορίσουν τη ζωή μας: την πολιτική, την οικονομία, την εξουσία, τη βία, τη φτώχια».
Στην ερώτηση, τέλος, «Ποια είναι η άποψή σας, για την περίπτωση της Ελλάδας; Χρειάζεται έξοδος από το Ευρώ, παραμονή, ή δυο ξεχωριστά ευρώ, πλουσίων και αδύναμων;», ο Χρήστος Οικονόμου, μεταξύ άλλων, απαντά: «λυπάμαι —και τρομάζω— που εκατομμύρια απλοί πολίτες στις λεγόμενες ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες δεν θέλουν, ή δεν μπορούν να βγουν από τον μικρόκοσμό τους και να δουν τι συμβαίνει δίπλα τους. Αναρωτιέμαι τελικά: Εκτός από το κοινό νόμισμα, δεν μας συνδέει πια τίποτα άλλο εμάς τους Ευρωπαίους;»

Ο Χρήστος Οικονόμου επαναπροσδιορίζει την αξία και την αρχετυπική σημασία του ελληνικού έπους … αποτυπώνει τη δυσκολία του να ζεις με δυσκολία στο σήμερα.
Ιταλικό περιοδικό Panorama, 2012

(Το λογοτεχνικό περιοδικό) Five Dials 23 θα περιλαμβάνει διηγήματα από … τον Χρήστο Οικονόμου.
The Guardian, 2012

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Δίψα για μάθηση



Η Κατεούρα είναι μια από τις πιο φτωχές περιοχές της Παραγουάης, μια παραγκούπολη χτισμένη πάνω σε μια χωματερή με τους κατοίκους της να εξαρτώνται αποκλειστικά από την ανακύκλωση των σκουπιδιών για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην.
Τα μικρά παιδιά με τις οικογένειές τους ζουν πραγματικά σε άθλιες συνθήκες , ωστόσο, η δύναμη της μουσικής και τα συναισθήματα που αυτή γεννά αποδεικνύονται για ακόμη μια φορά ο συνδετικός κρίκος που δίνει διαφορετική πνοή σε μια ολόκληρη κοινότητα.
Ο Χουάν Μανουέλ παίζει Μπαχ επιδεικνύοντας με περηφάνια το τσέλο του που είναι κατασκευασμένο από ένα πεταμένο τενεκέ πετρελαίου και ξύλο, ενώ τα κλειδιά του προέρχονται από ένα παλιό εργαλείο που χρησιμοποιούνταν για επεξεργασία κρέατος.
Τα παιδιά παίζουν με αρκετά έγχορδα, όπως τσέλο και βιολί, αλλά και πνευστά, όπως το φλάουτο, όλα κατασκευασμένα από ανακυκλωμένα υλικά, ενώ η προσπάθειά τους αυτή την έχουν ονομάσει «Ανακυκλωμένη Ορχήστρα» και δίνουν κανονικά κονσέρτα όπου τους καλέσουν.
Ο δάσκαλος μουσικής εξηγεί ότι σε μια περιοχή σαν την Κατεούρα είναι πραγματικά ακατόρθωτο να αγοράσει κάποιος ένα κανονικό όργανο.
«Στην πραγματικότητα μπορεί ένα βιολί να κοστίζει περισσότερο κι από ένα σπίτι σε μια περιοχή σαν την Κατεούρα» σχολιάζει με νόημα, ενώ όλοι οι ενήλικες της φαβέλα αυτής έχουν αγκαλιάσει την προσπάθεια και δηλώνουν υπερήφανοι γι' αυτήν.
[Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών]

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Μίλτος Σαχτούρης, Η Αποκριά

[Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ' Λυκείου]


Μακριά σ' ένα άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ' ένα άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.

 
 
Το ποίημα αυτό είναι το προτελευταίο της τρίτης ποιητικής συλλογής του Σαχτούρη Με το πρόσωπο στον τοίχο, η οποία κυκλοφόρησε το 1952 σημειώνοντας το πρώτο βήμα τής κατεξοχήν προσωπικής του ποίησης και αποτελώντας την αρχή της δεύτερης φάσης της. Η συλλογή περιλαμβάνει ποιήματα της πενταετίας: 1948 -1952, τα οποία είναι φορείς της φρίκης του εμφυλίου πολέμου και αποστάγματα εμπειριών από τη στρατιωτική του θητεία. Ο ίδιος εξομολογείται: «Υπηρέτησα το 1949 με 1951 – αμέσως μετά την κρίσιμη φάση του εμφυλίου».

Περισσότερα: εδώ

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Ο άγνωστος Βάρναλης


Την Τρίτη 20 Νοεμβρίου ο Ηρακλής Κακαβάνης και οι εκλεκτοί καλεσμένοι του παρουσίασαν στην Καισαριανή το βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΕΝΤΟΣ, με τον εύστοχο τίτλο "Ο άγνωστος Βάρναλης και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του". Συντονιστής της βραδιάς ήταν ο δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη Νίκος Μπογιόπουλος.
Παραβρέθηκαν αρκετοί εκπρόσωποι Μέσων Ενημέρωσης και bloggers. Ανάμεσά τους ο παλαίμαχος αγωνιστής ζωγράφος Γιώργος Φαρσακίδης, Ο Γιώργος και η Ηρώ Σγουράκη δημιουργοί της εκπομπής «Μονόγραμμα», ποιητές και λογοτέχνες της νεότερης γενιάς. 
Ένα βιβλίο που, όπως είπε, η Γεωργία Λαδογιάννη έχει πολλές αρετές. Από την πρώτη του αράδα μέχρι την τελευταία περιέχει μικρούς και μεγάλους θησαυρούς. Με το υλικό που περιέχει θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά βιβλία.
Μια εκδήλωση ζεστή, που στους παλαιότερους δημοσιογράφους θύμισε «εκδηλώσεις της δεκαετίας του '70, όπου άκουγα καινούργια πράγματα». «Ήταν τόσο όμορφα χτες, τόσο ζεστά και φιλικά που συγκινήθηκα. Με γύρισαν σε άλλες εποχές, σε πολύ καλές εποχές». «Ήταν μια σπίθα απαραίτητη, για να ανάψουμε φωτιές σήμερα». Αυτά ήταν μερικά από τα σχόλια των παρευρισκομένων δημοσιογράφων.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με θεατρική απόδοση από τους ηθοποιούς Στέλιο Γερανή και Κατερίνα Φωτιάδου ενός σατιρικού κειμένου του Βάρναλη, με τίτλο «Λόγια και πράξις». Ένα κείμενο που δείχνει ότι ο Βάρναλης ανακάλυψε την αποξένωση του λόγου πριν από τον Μπρεχτ. Συνεχίστηκε με τις ομιλίες των Γιώργου Σαρρή, Γεωργίας Λαδογιάννη και Διονύση Τσακνή με συντονιστή τον δημοσιογράφο Νίκο Μπογιόπουλο. Η Γεωργία Λαδογιάννη, επίκουρος καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο των Ιωαννίνων, είναι η μόνη στο πανεπιστήμιο που διδάσκει Βάρναλη ως ποιητή και ως κριτικό της Λογοτεχνίας.
Οι ομιλητές αναφέρθηκαν στον λαϊκό και αυθόρμητο χαρακτήρα του Βάρναλη, που έζησε πέρα από κάθε σεμνοτυφία και σοβαροφάνεια, ανατρεπτικός και σαρκαστικός σε όλα του. Μίλησαν για τον Βάρναλη που, στα είκοσί του, χάλαγε τον κόσμο μαζί με τους άλλους μποέμ νέους ποιητές στα καφενεία του λόφου της Δεξαμενής, κι ύστερα κατέβαιναν έτσι για την τρέλα με τα πόδια μέχρι το Φάληρο. Αυτός που «την εποχή των ανοιξιάτικων ερώτων» έκανε καντάδες στην οδό Δεινοκράτους μαζί με τους άλλους ποιητές, που «αγαπούσαν εξ αποστάσεως», μάταια πάντα, την ίδια γυναίκα. Αυτός που, από τους πρώτους, ακολούθησε τον λαό στο δρόμο της επανάστασης, οδηγητής του να κρατά το φως που πάντα καίει. «Φωνή του λαού και παππού των λαϊκών αγώνων», τον χαρακτήρισε ο Ρίτσος. Αυτός που έδωσε τη μάχη με τον ιδεαλισμό στις δεκαετίες του 1920 και 1930, πρωταγωνιστής στα «Αθεϊκά» και πέτρα του σκανδάλου στα «Μαρασλειακά», ο πάντα αμετανόητος κομουνιστής, που, στο πρόσωπό του, συναντήθηκαν η επαναστατική τέχνη και η υψηλή αισθητική.
Όπως επισήμανε ο Νίκος Μπογιόπουλος, «(...) ο κομουνιστής Βάρναλης έγραψε με πλήρη επίγνωση ότι «όλες οι τέχνες "πολιτεύονται", είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη "πολιτεύεται" - έλεγε ο Βάρναλης - με τη διαφορά, πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας και από αντίδραση στη Συνήθεια».
«Ο Κ. Βάρναλης ήταν από τους ποιητές που φρόντιζε όσο λίγοι να ακονίζει το ποιητικό του μαχαίρι. «Γράφω με δύσκολο τρόπο εύκολα πράματα. Γράφω λίγο έλεγε», τόνισε ο Γιώργος Σαρρής και συνέχισε: «Έψαχνε λέξεις, ρίμες, ήχους, ρυθμούς. Και, φυσικά, νοήματα μαζί με το παίδεμα πάνω στη γλώσσα. Η γλώσσα του Κ. Βάρναλη είναι μια γλώσσα από πέτρα και κρασί, από ήλιο, χώμα που σηκώνει ο άνεμος μες στην πρωινή θολούρα, σ' ένα δρόμο πλάι στα λιόδεντρα, γεμάτη πόνο, αλλά και γέλιο βροντερό του εργάτη. Μια γλώσσα απλή, καθημερινή μα πλημμυρισμένη από βαθιά αγάπη για τον λαό με όλα τα καλά και τα κακά του (...) Η ποίηση αλλά και η ζωή του Βάρναλη είναι πλημμυρισμένες από την πίστη στη νίκη του ανθρώπου. Του απλού, λαϊκού ανθρώπου που παλεύει, που αγαπάει, που μεθάει και γλεντάει, που αγωνίζεται να κερδίσει αυτό που του αξίζει κι έτσι ανυψώνεται και κάθεται στο πλάι του Θεού και του μιλάει στον ενικό, του ανθρώπου που κυλιέται στ' ανθρώπινα χωρίς καμιά ενοχή. Αυτός ήταν ο Βάρναλης».
Η Γεωργία Λαδογιάννη, με το πάθος της αγάπης για την ποίηση, μίλησε για τον ποιητή που τον απασχόλησαν οι στοιχειωμένοι πόθοι του λαού όπως και τον Σολωμό. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο πλαίσιο συζήτησης που θέτει το βιβλίο για τα ποιήματα «Καλός πολίτης» και «Εξαγνισμός» - δύο ποιήματα γραμμένα στα τέλη της δεκαετίας του '20 - ποιήματα σημαδεμένα από την ιστορία, με τα οποία ο Βάρναλη μετά το «Φως που καίει» αποφασίζει να γίνει δεύτερη φορά στόχος. Ο «Καλός πολίτης» είναι μια καλλιτεχνική κορύφωση στην απεικόνιση του μικροαστού.
Ο Διονύσης Τσακνής, στην ιδιαίτερα σύγχρονη και επίκαιρη ομιλία του, χαρακτήρισε το βιβλίο χρήσιμο για δύο λόγους: Πρώτον, επειδή φέρνει τον εραστή της ποίησης του Βάρναλη και της στάσης ζωής του σε επαφή με άγνωστες πλευρές του και δεύτερον, συμβάλλει στην προβολή του πολιτισμού της Αριστεράς, όπου ο Βάρναλης είναι το βαρύ πυροβολικό. Στο πρόσωπό του, συμβολίζεται η ταύτιση λόγου και έργου της μαχόμενης ελληνική διανόησης στο πλάι του ταξικού κινήματος της εποχής. Στα ζητήματα που απαντά ο διανοητής Βάρναλης είναι ζητήματα που θέτει το ίδιο το ταξικό κίνημα. Το παράδειγμα της δίωξής του στα "Μαρασλειακά" και αργότερα στα 1955 με τη στάση του στη δίκη Λουντέμη όπου έθεσε το μέτρο της στάσης του λογοτέχνη. Ο Δ. Τσακνής διάβασε ένα απόσπασμα από την κατάθεση του Βάρναλη στη δίκη, η οποία περιέχεται στο βιβλίο ως ένα ενδεικτικό παράδειγμα του πολιτισμού της Αριστεράς. Εκεί ο Βάρναλης έθεσε τρία ερωτήματα: Ο λογοτέχνης, ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας, με ποιον θα πάει, με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Αν ο λαός πέσει στα δεινά της τυραννίας με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο. Αν η πατρίδα πέσει σε εθνική σκλαβιά ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους;


Παραθέτω ένα απόσπασμα από το ποίημα με τίτλο ΣΑΠΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Πήδα, οργισμένη θάλασσα στον όχτο
και σάρωσε τη Σάποια Πολιτεία!
Μα αφτόναι, ω Λαοθάλασσα, δικό σου
χρέος και πολυ σαι δυνατότερή μου.

Σηκώσου, να σαρώσεις μια για πάντα
ξένον Αφέντη, ντόπιο Παραγιό του.
Κι άμα θα λείψει η ανώνυμη γενιά τους,
οι άντρες την Πολιτεία θα ξαναχτίσουν.

Άλλο ένα απόσπασμα από το ποίημα [ΤΟ "ΟΧΙ" ΤΟΥ ΛΑΟΥ]
Όλ' οι λαοί κι όλοι μικροί μεγάλοι κάθε τόπου
που αγωνιστήκανε να σώσουν την τιμή τ' ανθρώπου
μα πιότερο ο ελληνικός, ο πρώτος μες τους πρώτους
πρώτος μέσα στους νικητές και μες τους αλυτρώτους.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2012

Το portfolio της αξιολόγησης και άλλες πρ(ωτ)ότυπες ιστορίες, της Πηνελόπης Κουφοπούλου

Μας ζύγισαν, μας μέτρησαν και μας βρήκαν λειψούς
Θα αρνηθώ να υποβάλω φάκελο αξιολόγησης.
Ας μου συγχωρεθεί το πρώτο ενικό της δήλωσης αλλά οι χαλεποί καιροί δεν ευνοούν τις συλλογικές αποφάσεις, ενίοτε ούτε καν τις προσωπικές εξομολογήσεις. Ας είναι...
Πολλοί συνάδελφοι από τη γενιά μου -μεταξύ των οποίων κι εγώ- «ανακαλύψαμε» τον κατασταλτικό ρόλο της εκπαίδευσης στην εφηβεία με το τραγούδι των Pink Floyd We dont need no Education και λίγο αργότερα, ως φοιτητές πλέον, μέσα από τις κοινωνιολογικές αναλύσεις του Πιερ Μπουρντιέ και του Μισέλ Φουκώ. Εντούτοις, γίναμε δάσκαλοι, σε πειραματικά, επαγγελματικά ή γενικά γυμνάσια και λύκεια- δεν έχει και πολλή σημασία, αποτέλεσμα μάλλον τυχαίας συγκυρίας.

Και είμαστε περίπου ευτυχείς με την επαγγελματική μας επιλογή...


Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ο τρόμος ως απλή μηχανή


εκδ. Πατάκη, Ιούνιος 2012 (94 ποιήματα μιας διακριτής ποιητικής φωνής της Γενιάς του '70)
Το προγραμματικό ποίημα της συλλογής  φέρει τον τίτλο "Η απλότητα του τρόμου". Το πρωτακούσαμε από την ίδια την ποιήτρια, ένα μήνα πριν, στις εκδηλώσεις μνήμης στον τόπο της μαρτυρικής θυσίας της Κοκκινιάς.
Είναι απλό: Δεν σε πεθαίνει ο τρόμος.
Ο τρόμος μόνο σε ξεγεννάει.
Βγάζει το φίδι απ’ την κοιλιά σου.
Ο μαιευτήρας σού χαμογελά,
Που ζεις μια τέτοια αιθέρια νύχτα.



Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

"Όταν ανθίζουν τα μανουσάκια" της Χρυσούλας Δημητρακάκη, εκδ. Ιωλκός

Η ποιήτρια στην τελευταία της συλλογή μάς χαρίζει ανάσες φιλοσοφικού στοχασμού. Κείμενα διαυγή, που καλούν τον αναγνώστη σε μια βαθιά κατάδυση στα έγκατα της ύπαρξής του.
Η συλλογή, με τον τίτλο της – «Όταν ανθίζουν τα μανουσάκια» - συνιστά ένα κάλεσμα ζωής και μέθεξης στην ομορφιά του κόσμου και της ύπαρξης.
Από το πρώτο κιόλας ποίημα με τίτλο «Εισαγωγή», δίνεται το στίγμα της όλης ποιητικής ρότας:
Από τότε που άρχισα να μαζεύω τα αποβράσματα
της θάλασσας,
η θάλασσα μου έγινε απαραίτητη…
Το ποιητικό υποκείμενο αυτοπαρουσιαζόμενο – χωρίς διαμεσολαβήσεις – δηλώνει ότι δουλειά του είναι η περισυλλογή «ασήμαντων» πραγμάτων, που η ζωή «ξεβράζει». Αυτά τα «επουσιώδη» αποτελούν και το αντικείμενο της δικής του πνευματικής περισυλλογής.
Διαβάζοντας τη συλλογή στάθηκα επιλεκτικά σε ορισμένα ξεχωριστά κείμενα. Αν διάλεγα ένα μόνο ως προμετωπίδα όλου του βιβλίου, σίγουρα «Το Νόημα» θα είχε την πρωτοκαθεδρία:
Οι λέξεις
φαίνονται απλές,
αλλά οι λέξεις που έχουν νόημα,
δεν είναι ποτέ κοινές.

Δεύτερο θα έβαζα το «Άραγε», ποίημα γραμμένο σε ιαμβικό 15σύλλαβο, για όσους απλώς επιβιώνουν αλλά δεν ζουν:
Άραγε τι ‘ναι ο χαλασμός;
Αυτό που ξημερώνει
και άξαφνα στα ερείπια
μόνος έχεις σωθεί;

Ή ο αργός ο θάνατος,
ήσυχα
που σκοτώνει,
μες στην παραπλάνηση,
πως ζεις,
ενώ δε ζεις;

Στο ποίημα με τίτλο «Η καμπάνα», η ποιήτρια μας υπενθυμίζει αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε και από το οποίο δεν γλυτώνουμε ποτέ: το παρελθόν.
Πίσω από τα σίδερα της πιο ασήκωτης φυλακής,
βρίσκεται καταδικασμένη
μια καμπάνα.

Εκείνη που κτυπά
σε όσα θέλουμε να ξεχάσουμε.

Το ποίημα «Κινδυνεύεις» - καβαφικής έμπνευσης και ως προς το θέμα και ως προς τον διδακτικό τόνο – εκπέμπει «SOS» συνειδησιακής εγρήγορσης. Θέμα του ο φόβος και η κατασκευή εχθρών:
Δεν κινδυνεύεις από τους «εχθρούς».
Κινδυνεύεις
από κείνους που ήσυχα διεισδύουν,
μέχρι να νομίζεις ότι έγιναν δικοί σου.

Κινδυνεύεις από κείνους,
που προσπαθούν να σε πείσουν
και όταν τους πιστέψεις,
έχουν ήδη
αλλάξει θρησκεία.
Άλλο ένα ποίημα σε 15 σύλλαβο είναι «Η συναίνεση». Με λέξεις απλές, χωρίς λεκτικές ακροβασίες, αλλά με τρόπο καίριο, οριοθετείται το θέμα της ανατροπής και της αναγέννησης. Πόσο είμαστε έτοιμοι να αλλάξουμε οι ίδιοι, πόσο το πνεύμα μας είναι έτοιμο να παραδεχθεί το «θάνατο» των καθιερωμένων, για να αναζητήσει το καινούργιο;
Η άνοιξη δεν έρχεται,
αν πρόσφορο το έδαφος δε βρει,
χωρίς ο νους να τη δεχθεί,
ο νους, να συναινέσει.
Κλείνω αυτή τη σύντομη παρουσίαση με «Τα όρια», που το αφιερώνω στους μαθητές μου και τους καλώ να υπερβούν τα όρια και να βιώσουν την απολαυστική θέα της «άλλης» πλευράς.
Τα όρια των άλλων
ποτέ δε μας εμποδίζουν.
Αν αποφασίσουμε να ρισκάρουμε,
η θέα από την άλλη πλευρά
είναι καταπληκτική.
Η συλλογή κλείνει με το ομώνυμο της συλλογής "Όταν ανθίζουν τα μανουσάκια". Παραθέτω τους τελευταίους στίχους, που νομίζω  ότι κεφαλαιοποιούν το ποιητικό νόημα:
όταν δεν ονομάσεις τη ράθυμη βολή, ωριμότητα
και τη μέτρια ζωή σου, μεγαλούργημα,
όταν περπατήσεις κάτω από τη βροχή, χωρίς να σκεφθείς
ότι χάλασε η εικόνα σου,
και όταν σηκωθείς, να χορέψεις, χωρίς να σκεφθείς αν θα
αρέσεις στους άλλους,
έχεις φτάσει στη γη που ανθίζουν τα μανουσάκια,
όχι για να ζήσεις τη μέτρια ζωή,
αλλά για να πλημμυρίσει η ψυχή σου ευωδιά
και να μπορείς να κάνεις τα μεγάλα σου άλματα.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Γλώσσα Α' Λυκείου - Ενότητα: "Γλωσσικές ποικιλίες"


Το κείμενο που θα διαβάσετε (εδώ - επιλέξτε: μεγέθυνση, για να διαβαστεί καλύτερα) προέρχεται από το διήγημα του Χρήστου Οικονόμου «Βγες έξω και κάψ ‘τα». Αποτελεί μια επιστολή που έστειλε στους γονείς του στην Κρήτη ένας νεοφερμένος εις το κλεινόν άστυ των Αθηνών, το 1963.

Α.
1. Πώς φαντάζεστε την κοινωνική ταυτότητα του αποστολέα;
2. Ποια προβλήματα και αντιλήψεις της εποχής εκείνης μπορείτε να ανιχνεύσετε στην επιστολή;
3. Αν αληθεύει η άποψη, ότι από σε μια επιστολή καθρεφτίζεται το ήθος του αποστολέα της, πώς θα χαρακτηρίζατε τον συντάκτη αυτής της επιστολής;

 Β.
1. Τι έχετε να παρατηρήσετε
-          για το λεξιλόγιο της επιστολής
-          για τη μορφολογία των λέξεων
-          για την ορθογραφία των λέξεων
-          για τη σύνταξη του λόγου
-          για τη νοηματική αλληλουχία και συνοχή του κειμένου
-          για το ύφος.

 2. Ξαναγράψτε την 6η§ («Λοιπόν … σας γράφω») επιφέροντας τις αναγκαίες διορθώσεις.
3. Με βάση όσα έχετε μάθει για τις κοινωνικές γλωσσικές ποικιλίες, θεωρείτε λειτουργικό ή μη το γλωσσικό επίπεδο του αποστολέα;

Γ. Γράφω:
1. Μια επιστολή που θα έστελνε στον πατέρα του στην Κρήτη την ίδια χρονιά (1963) ένας φοιτητής.
2. Μια επιστολή που στέλνει σήμερα στην οικογένειά του ένας μετανάστης ή πρόσφυγας που ζει στη χώρα μας.
Και στις δύο επιστολές φροντίστε ώστε η γλωσσική ποικιλία να ταιριάζει τόσο με την ταυτότητα του αποστολέα όσο και με τον χρόνο που γράφεται.

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Δημοσθένης Βουτυράς, "Παραρλάμα"


Ο Δημοσθένης Βουτυράς γεννιέται το 1871 στην Κωνσταντινούπολη. Σε νηπιακή ηλικία μετακομίζει με την οικογένεια του στην Αθήνα. Διακρίνεται για την καλλιφωνία του και ένας δάσκαλος μουσικής αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει το ταλέντο του αυτό. Ο Βουτυράς φτάνει στο σημείο να γνωρίζει δώδεκα όπερες. Αγαπάει την ελευθερία. Ονειρεύεται μια ελεύθερη χώρα στην Αφρική και χωρίς βασιλιά. Οι συνομήλικοι του διαβάζουν και μελετούν τα μαθήματα του σχολείου και την ίδια στιγμή αυτός μπλέκει με συμμορίες και παίζει πετροπόλεμο. Πάσχει από μια ήπια μορφή επιληψίας. Ισχυρίζεται πως κάποιο χέρι ή κλωτσιά τον έσπρωξε στην λογοτεχνία. Ο πατέρας του είναι συμβολαιογράφος που εγκαταλείπει την δουλειά του και ανοίγει ένα χυτήριο στο Π. Φάληρο. Ο Δημοσθένης Βουτυράς αποσύρεται αρκετές φορές σε ένα μικρό δωμάτιο της επιχείρησης. Εκεί μέσα ακονίζει τις συγγραφικές του δραστηριότητες. Είναι η απομόνωση του δωματίου που τον βοηθάει να γράφει διηγήματα. Παντρεύεται τον Ιούλιο του 1903. Ο Βουτυράς είναι ένας κομψός νέος. Το 1905 η επιχείρηση χρεοκοπεί και ο πατέρας του μη αντέχοντας αυτήν την κατάσταση, αυτοκτονεί! Η αυτοκτονία του πατέρα του είναι μια μεγάλη συντριβή για τον ίδιο. Βιώνει μια βαθιά θλίψη και μελαγχολία. Οι στιγμές αυτές αποτελούν ορόσημο στην μετέπειτα ζωή του.
 
Περισσότερα: ΕΔΩ
 
 
 

 

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Παρουσίαση της ποιητικής συλλογής "Τροπή" της Χρύσας Βλάχου

Υγρά σύμφωνα
Το κρύσταλλο ράγισε.
Ανάμεσα φύτρωσες.
Αντικατοπτρισμός η θέαση της ζωής σου.
Παράπεσες στο θε-
κι άφησες το -λω να λιάζεται περήφανο
σε α' ενικό.
Μερικές σκέψεις
Τα ποιήματα της Χρύσας Βλάχου αν και πρωτόλεια, είναι απαιτητικά, πολύ καλά δουλεμένα, που κάθε άλλο παρά πρωτόλεια θυμίζουν. Η γραφή της, προσωπική, με έντονο το στοιχείο της θηλυκής αποτύπωσης των πραγμάτων, δείχνει πως ο πνευματικός κάματος απέδωσε πολλά υποσχόμενους - για το μέλλον – καρπούς. Εστιάζω στη θηλυκή αποτύπωση της πραγματικότητας, καθώς ο λόγος της είναι βαθύτατα συγκινησιακός. Το συγκινησιακό φορτίο πηγάζει από ένα πλούσιο απόθεμα βιωμάτων που ανακαλώνται μνημονικά, άλλοτε από μια χαμένη παιδική ηλικία αθωότητας κι άλλοτε από στιγμές μιας έντονης προσωπικής διαδρομής. Ο έρωτας, διακριτικός, είναι πανταχού παρών κι απόμακρος συνάμα.
Ωστόσο, τα βαθιά υπαρξιακά ποιήματά της δεν αποδίδουν μόνο μια πορεία προσωπικών βιωμάτων. Το συλλογικό ενυπάρχει και συνυφαίνεται με τις προσωπικές αγωνίες. Σε μια εποχή έντονης κρίσης, η ποίηση δεν μπορεί να μείνει αμέτοχη, και η Χρύσα καταθέτει τη δική της αγωνία. Η προσδοκία υπέρβασης της ζοφερής πραγματικότητας, χωρίς αιθεροβάμονες σκέψεις, είναι παρούσα αλλά εξαιρετικά συγκρατημένη.
Όσον αφορά στον τρόπο με τον οποίο αισθητοποιεί τις σκέψεις και τα έντονα συναισθήματά της, οφείλω να σταθώ ιδιαίτερα στα συχνά παιχνίδια, ακόμα και στις ακροβασίες, με τις λέξεις. Λέξεις σπάνιες, κάποιες ξεχασμένες, με φορτία μυθολογικά, αλλά κυρίως ψυχαναλυτικά, απαιτούν από τον αναγνώστη να καταβάλει κι εκείνος τον δικό του κάματο για να «ξεκλειδώσει» τα καλά κρυμμένα νοήματα.
«Στίχοι – Β’»
Σε μπλε θρυμματισμένο βάφτηκε το χτεσινό μου ημερολόγιο.
Κηλίδες μελανιού έσταξαν στο πάτωμα και πιο κει σερνόταν
μια θαλασσί αράχνη που έγλειφε το έκκριμά της.
Πρόκειται για ένα ποίημα «ποιητικής», δηλ. ποίημα που αποκαλύπτει τις πεποιθήσεις της δημιουργού του για τη διακονία της τέχνης της. Εδώ η ποιήτρια μάς εισάγει στα άδυτα του εργαστηρίου της. Η ίδια, μια εργατική κι ακάματη «αράχνη», καταγράφει με έντονο μπλε χρώμα τις μαρτυρίες της, εν είδει «ημερολογίου». Φροντίζει για το «έκκριμά» της, τον ιστό-δημιούργημά της. Σε μόλις τρεις στίχους, με αξιοσημείωτη λιτότητα και πυκνότητα, καταθέτει τον τρόπο της επίμονης, διαρκούς, μοναχικής ποιητικής της προσπάθειας. Διακριτικά φανταζόμαστε να την παρακολουθεί η τιμωρός και προστάτιδά της θεά της σοφίας, Αθηνά-Εργάνη.
Τέλος φόΤο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής έχει τίτλο «Σκέψη»
Πόσο λυπηρό...
Να χάνεται το πριν
στου απαρεμφάτου την τέλεια βαθμίδα

Ένα ποίημα «γραμματικής τεχνολογίας». Η λέξη-κλειδί εδώ είναι το «α-παρέμφατο», αυτό που δεν «παρεμφαίνει», δηλ. δεν φανερώνει το υποκείμενό του. Μπορεί να παίξει, βέβαια, το ρόλο του υποκειμένου και του αντικειμένου, το ρόλο δηλ. τόσο του θύτη όσο και του θύματος. «Πόσο λυπηρό…». Αυτή ακριβώς η δυνατότητα, η «τέλεια βαθμίδα» του απαρεμφάτου να καθορίζει τελικά και να προσδιορίζει το παρελθόν – το πριν – του καθενός μας. Ό,τι αφήσαμε να λειτουργήσει ερήμην μας χωρίς τον δικό μας cogito, το δικό μας sum, εξελίχθηκε σε ένα πριν που χάθηκε… Σ’  ένα παρελθόν που σχηματοποιήθηκε χωρίς τη λειτουργία του προσώπου μας. Τρεις στίχοι σε κλιμακωτή αύξουσα παράταξη που εκφράζουν τη λύπη για ό,τι χάθηκε ανεπιστρεπτί.

Θεατρικές γέφυρες teen spirit

Ένας πανελλήνιος θεσμός για τους εφήβους
Τμήμα Εφηβικού Θεάτρου, ΛΥΚΟΦΩΣ-teen spirit

Ομάδες εφήβων σε έξι πόλεις της Ελλάδας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Καλαμάτα, Κέρκυρα, Κομοτηνή, Πάτρα), συγγράφουν, με τη βοήθεια και την καθοδήγηση διακεκριμένων θεατρικών συγγραφέων και σε συνεργασία με τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, θεατρικά κείμενα τα οποία στην συνέχεια ανεβάζουν στην Αθήνα στα πλαίσια ενός Πανελλήνιου θεατρικού φεστιβάλ.
Περισσότερα: εδώ

Παράλληλο κείμενο για το πεζογράφημα του Γ. Ιωάννου «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς»

Εργασία: Να βρείτε τρεις (3) τουλάχιστον ομοιότητες περιεχομένου και δύο (2) τουλάχιστον κοινές αφηγηματικές τεχνικές ανάμεσα στα δύο κείμενα.

Το 1955 στην Τούμπα ήταν όλο παράγκες ξύλινες και παρόμοια χαμόσπιτα με σκεπές από τενεκέδες ή κεραμίδια και μικρές ασπρισμένες αυλές. Αστραφτοκοπούσε ο ασβέστης και η πάστρα μέσα σε κείνη τη μουντάδα. Για στολίδια είχανε γλάστρες με σκουλαρικιές, με μπιγκόνιες και με γεράνια και στο χώμα φυτεμένα λουλούδια και δέντρα. Πιο πολύ ακακίες. Ή καμιά καϊσιά με κείνα τα καΐσια τα μεγάλα, τα ζουμερά, που το άρωμά τους μας μεθούσε και τα κουκούτσια τους τα τσακίζαμε ανάμεσα στις πέτρες και τα τρώγαμε με λαχτάρα. Είχανε και μουριές για τον παχύ τους ίσκιοž το καλοκαίρι πέφτανε καταγής τα μούρα και μαυροκοκινίζανε οι αυλές και πλάκωναν οι μέλισσες που με το βουητό και τις τσιμπιές τους δεν αφήνανε σε ησυχία τον κόσμο. Μερικοί φυτεύανε και λεμονιές σε μεγάλα βαρέλια και τις κουκουλώνανε τη βαρυχειμωνιά με τσουβάλια ή με χοντρά νάυλον για να μην καούνε, μια και το ψυχρό κλίμα της Βορείου Ελλάδος δεν σήκωνε τέτοια δέντρα ευαίσθητα. Ήταν και τα λεμόνια ακριβά και πολλές φορές δυσεύρετα. Όλα φτωχικά και ταπεινά μα περιποιημένα και ανοιχτόκαρδα. Κάθε τιτίζα[1] νοικοκυρά στην αυλίτσα της ένιωθε παραπάνω από βασίλισσα. Ο κόσμος ήτανε μαθημένος σε πέντε αναγκαία πράματα, εκεί πάνω χτίζανε την καθημερινή ευτυχία τους. Έτσι ήτανε δασκαλεμένοι απ’ τους παππούδες τους. Το λίγο τούς φαινότανε πολύ. Όχι σα σήμερα που το πολύ δεν μας γεμίζει καθόλου κι όσο αυγαταίνει εκείνο τόσο αδειάζουμε εμείς. Πολλά σπίτια είχανε τσαρδάκια σκεπασμένα με σαλκίμια[2] και κληματαριές και καθόταν από κάτω ο κόσμος κι έπινε το καφεδάκι του κι έκαναν οι γείτονες μουχαμπέτι[3]. Σε σκαμνάκια, σε καρεκλάκια ψάθινα, που περνούσαν οι γύφτοι κάθε τόσο και τα διόρθωναν τραγουδώντας καθισμένοι σταυροπόδι κατάχαμα. Μουχαμπέτι, καφεδάκι, κουλουράκι το πρωί, μουχαμπέτι, καφεδάκι, κουραμπιεδάκι το απόγευμα. Τα γλυκά, όλα σπιτικά, σπάνια του ζαχαροπλαστείου, μόνο τις τρανές γιορτές οι πάστες. Σοκολατίνες επί το πλείστον, μια και η σοκολάτα ήτανε περιζήτητη. Μόλις έπαιρνε να βραδιάζει, πάλι μουχαμπέτι, μεζεδάκια και ρακί. Τραγούδια λέγανε τα δικά τους, τα προσφυγικά, όμως ακούγανε κι απ’ το ραδιόφων, ό,τι τους έβαζαν οι κρατικοί σταθμοί κι ο Ενόπλων Δυνάμεων.
[…] Έτσι την περνούσαμε. Χαμοζωή. Σπιτάκια προσφυγικά, του εποικισμού. Είχαμε, βέβαια, και μικρές πολυκατοικίες που αργότερα έγιναν μεγαλύτερες, και στο τέλος με την αντιπαροχή του Καραμανλή η περιοχή έγινε αγνώριστη, ακόμη και για μας τους καθεαυτού Τουμπιώτες. Οι πιο πολλοί δρόμοι, τι δρόμοι, τα σοκάκια, ήταν χωματόδρομοι. Μόνο οι κεντρικοί ήταν ασφαλτοστρωμένοι. Καλντερίμια δεν είχε. Όλοι οι προσφυγικοί συνοικισμοί ήταν αγροί, χωράφια ακατοίκητα…. Το κράτος δεν γύριζε να μας κοιτάξει, και τα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν αραιά και πού, λιγοστά. Κι εκείνα, όχι σαν τώρα, της κακιάς ώρας, σαραβαλάκια. Σπάνια να δεις καμιά αμαξάρα. Μόνο αν περνούσε κανένας πολιτικός, αν μας καταδεχόταν κανένας μητροπολίτης.
(Θωμάς Κοροβίνης, Ο γύρος του θανάτου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2010, σελ. 35-38)






[1] Τιτίζα (τουρκ. titiz): σχολιαστική, τυπική.
[2] Σαλκίμι (τουρκ. salkim): είδος αναρριχώμενης ακακίας με μωβ τσαμπιά.
[3] Μουχαμπέτι (τουρκ. muhabbet): κουβεντολόι.


Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2012

Διδασκαλία ολόκληρου λογοτεχνικού έργου


Ξεκινώντας με οδηγό τον αφορισμό του Ντανιέλ Πενάκ: "Το ρήμα 'διαβάζω' δεν έχει προστακτική", καλούμαστε από φέτος να υλοποιήσουμε τη φιλόδοξη προσπάθεια να μοιραστούμε με τους μαθητές μας (του Β4 Ζαννείου Π.Π. Λυκείου) την αναγνωστική απόλαυση ενός εξαιρετικού βιβλίου: "Κάτι θα γίνει, θα δεις", του Χρήστου Οικονόμου, το οποίο έλαβε το Κρατικό Βραβείο καλύτερου διηγήματος-νουβέλας, το 2010. Πρόκειται για ένα βιβλίο που οι ιστορίες του διαδραματίζονται στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, όπου μένουν οι μαθητές. Επομένως, η ανάγνωση σύγχρονων λογοτεχνικών κειμένων, και μάιστα όταν αυτά περιγράφουν μια πόλη που γνωρίζουν καλά οι μαθητές, αποτελεί την πρώτη φιλοπερίεργη αφορμή ανάγνωσης.
Πιστεύουμε πως η αποσπασματικότητα στη διδασκαλία της λογοτεχνίας:
α) Είναι ανεπίτρεπτη παρέμβαση πάνω στο λογοτεχνικό έργο, αδιανόητη για άλλες μορφές τέχνης.
β) Κατατάσσει αυθαίρετα τα έργα σε ‘θεματικές’ ενότητες, προκρίνοντας τη θεματολογία, δηλαδή το περιεχόμενο, σε βάρος άλλων παραμέτρων.
γ) Καλλιεργεί μοιραία το διδακτισμό, την ηθικολογία και την επιφανειακή προσέγγιση.
δ) Δημιουργεί κάποιες φορές παρανοήσεις για το έργο,
ε) Δεν αναδεικνύει, συνήθως, το μυθολογικό και ιδεολογικό σύμπαν του δημιουργού,
στ) Καθιστά ευκαιριακή μόνο τη σχέση του μαθητή με τη λογοτεχνία και
ζ) Σε συνδυασμό με τη χρήση του μοναδικού εγχειριδίου καθιστά «σχολικά» τα κείμενα και ματαιώνει εξαρχής τη σχέση των μαθητών με αυτά. Καταργεί την αναγνωστική απόλαυση.
Είναι ανάγκη, λοιπόν, το ακέραιο λογοτεχνικό βιβλίο να μπει δυναμικά στο ελληνικό σχολείο, ουσιαστικά αξιοποιημένο από έναν δάσκαλο συναναγνώστη και σύμβουλο του μαθητή. Τα «προγράμματα ή εργαστήρια ανάγνωσης», οι «κύκλοι μελέτης» και τα δίκτυα αναγνώσεων που λειτουργούν εδώ και χρόνια σε άλλες χώρες, είναι ανάγκη να μπουν στη διδασκαλία μας.
Πολύτιμοι αρωγοί στην προσπάθεια αυτή στάθηκαν οι οδηγοί της κας Γεωργιάδου και του κου Καρτσάκη (εδώ)

To σχέδιο διδασκαλίας: εδώ

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

Μια πρόταση για εφαρμογή της "δημιουργικής γραφής" στην τάξη

Το τελευταίο τεύχος του περ. ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ (τ. 143) φιλοξενεί ένα άκρως ενδιαφέρον και επίκαιρο κείμενο του καλού φίλου και πολύπειρου συναδέλφου Μάνθου Μοϊάνου, με θέμα την εφαρμογή της "Δημιουργικής γραφής" στη Νεοελληνική Γλώσσα της Α' Λυκείου. Θεωρώ ότι το μοντέλο που προτείνει βρίσκεται καταρχήν στη σωστή κατεύθυνση, εφόσον εμπλέκει γόνιμα το Γλωσσικό μάθημα με τη Λογοτεχνία. Σίγουρα, η πρότασή του μπορεί να αποτελέσει αφετηρία διαβούλευσης για τις απαραίτητες αλλαγές που απαιτεί το Π.Σ. συνολικά για το Λύκειο.

Περισσότερα: εδώ

Συμπληρωματικά και επικουρικά στην παραπάνω πρόταση διδασκαλίας μπορεί να λειτουργήσει το βιβλίο "Δημιουργική Γραφή-Οδηγίες πλεύσεως" του Κυπριακού Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Το βιβλίο, που απευθύνεται και στην α' βάθμια και στη β' βάθμια εκπαίδευση, γραμμένο υπό την εποπτεία του Μίμη Σουλιώτη, συντάχθηκε σύμφωνα με τις αρχές του ενιαίου και συνεκτικού αναλυτικού προγράμματος και της διαφοροποίησης της διδασκαλίας,  όπου η χρήση βιωματικών μεθόδων μάθησης είναι απαραίτητη για την καλλιέργεια των ιδιοτήτων, ικανοτήτων και δεξιοτήτων που απαιτούνται στον 21ο αιώνα. Το παρόν εγχειρίδιο, Δημιουργική γραφή-Οδηγίες πλεύσεως, είναι προορισμένο να στηρίξει την πρακτική άσκηση των μαθητών στη λογοτεχνική γραφή με στόχο αφενός να αναπτύξουν τη δημιουργικότητά τους και αφετέρου να γίνουν επαρκέστεροι αναγνώστες, μέσω της πλέον βιωματικής δραστηριότητας στον χώρο της λογοτεχνίας, της συγγραφής. Απευθύνεται στους εκπαιδευτικούς που διδάσκουν Λογοτεχνία, δίνοντας δομημένα μια σειρά από ενδεικτικές δραστηριότητες που μπορούν να επιλέξουν με βάση τα ατομικά ενδιαφέροντα των μαθητών και μαθητριών τους, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα και το θεωρητικό υπόβαθρο γι’ αυτές.