Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ (2)

Η Β’ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΓΕΝΙΑ ΠΟΙΗΤΩΝ
Οι περισσότεροι ποιητές που ανήκουν στη Β’ μεταπολεμική γενιά γεννήθηκαν το διάστημα 1929 – 1940 και πραγματοποίησαν τις πρώιμες ποιητικές τους καταθέσεις από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, λοιπόν, σε μια εποχή που συνέβησαν γεγονότα με υπέρογκο ιστορικό, κοινωνικό αλλά και ατομικό (ψυχικό και πνευματικό) εκτόπισμα. Ποιητές οι οποίοι γύρω στα 1940 διανύουν την τρυφερή παιδική ηλικία τους και, ως το τέλος του Εμφυλίου, βρίσκονται στην ακόμα ευπαθέστερη περίοδο της εφηβείας, κατά την οποία τα γεγονότα και ο οδυνηρός απόηχός τους δεν επιδρούν και δεν εισπράττονται, πλέον, έμμεσα και παθητικά, αλλά άμεσα και τραυματικά.
Η γενιά αυτή συναντά την Α’ μεταπολεμική γενιά (όσοι ποιητές γεννήθηκαν ανάμεσα στα 1918 και στα 1928), αλλά δεν ταυτίζεται μαζί της. Μερικοί ποιητές της Β’ μεταπολεμικής γενιάς – ιδίως αυτοί, των οποίων η ποίηση διακατέχεται από μια ιδεολογικής και κοινωνικής υφής αγωνία – συνοδοιπορούν με τους προκατόχους τους, καθώς μοιράζονται μαζί τους, αν όχι τις ανεπούλωτες πληγές από έναν χαμένο αγώνα, τουλάχιστον τη βαριά ψυχική ατμόσφαιρα που άφησε πίσω της η ήττα. Όμως δεν κινη-τοποιούνται από τα ίδια οράματα. Εμφανίζονται τη στιγμή που το αντιστασιακό, αγωνιστικό ρίγος των λίγο μεγαλύτερων ομοτέχνων τους έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε αγωνία, ενίοτε υπαρξιακών δια-στάσεων, για την αντιμετώπιση του παρόντος, παράλληλα με την παγίωση της διαβρωτικής συνείδη-σης ότι ο θάνατος και η φθορά του ανθρώπου δεν αντισταθμίζονται με καμιά λυτρωτική μελλοντολο-γία. Ο πεσιμισμός, ο μηδενισμός, η διαβρωτική αίσθηση της διάψευσης, της προδοσίας και της ενοχής, που χαρακτηρίζουν την ποίηση κάποιων ποιητών της Α’ Μεταπολεμικής γενιάς βρίσκουν βαθύτατη απήχηση στις ψυχικές διαθέσεις των ποιητών της Β’ Μεταπολεμικής γενιάς, αφού εκφράζουν με από-λυτη σαφήνεια και επάρκεια την εικόνα του κόσμου, όπως σιωπηρά την έχουν μέσα τους δημιουργήσει.
Η χρονική περίοδος συνάντησης των δύο γενεών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί περίοδος «μετεμ-φυλιακού εμφυλίου». Γιατί, πράγματι, επρόκειτο για έναν άλλο εμφύλιο σπαραγμό, συνεχιζόμενο στα βαθύτερα στρώματα του κοινωνικού γίγνεσθαι, για έναν εμφύλιο, ο οποίος, μολονότι δε διεξάγεται χωρίς όπλα και χωρίς αιματηρά επεισόδια, καθόλου δε στερείται αιματηρών – και ίσως περισσότερο τραυματικών – συνεπειών, σε επίπεδο συνειδησιακό. Γεγονός, που, στην ποίηση, εκφράζεται με τη με-τάβαση από την κυρίαρχη απολογητική διάθεση σε μιαν επώδυνη κατάβαση προς τα μέσα, με προθέ-σεις σαφώς ενδοσκοπικές-αυτογνωσιακές και, βεβαίως, πάντα σε στενή συνάρτηση με τα κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά τεκταινόμενα της εποχής, αφού αυτά είναι, εντέλει, που, κυρίως, συνέβαλαν σ’ αυτήν την εσώστροφη αναδίπλωση.
Η παθητική βίωση των γεγονότων και η, ως ένα σημείο συνακόλουθη, άμεση ή έμμεση αναγωγή τους στο επίπεδο του μύθου, σε συνδυασμό με την εγγενή ή επιγενόμενη εσώστροφη διάθεση, φορτίζει τον ποιητικό τους συναισθηματικά και συγκινησιακά και συντελεί στη διαμόρφωση μιας γλώσσας αυ-τοβιογραφικής. Η ποίησή τους βρίθει από εικόνες και συνακόλουθα συναισθήματα μιας εποχής τα-ραγμένης και ενός περιβάλλοντος αν όχι εχθρικού, πάντως, οπωσδήποτε κάθε άλλο παρά ανταποκρι-νόμενου στα νεανικά τους οράματα: «Το πιστόλι θαμμένο/Στη ρίζα της κληματαριάς/το ράδιο κρυμμέ-νο/Στο πατάρι του σπιτιού/Κι ο πατέρας καθισμένος/Στο μιντέρι της κάμαρας/Να στρίβει τσιγάρο/Με καπνό της Ξάνθη (Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου).
Ο ρεαλισμός των ποιητών αυτών υπαγορεύεται, κατά κάποιο τρόπο, από την κοινή ενδιάθετη ανάγκη τους να γίνουν στοχαστικοί. κριτικοί απέναντι στην κάθε άλλο παρά ευφρόσυνη πραγματικότητα που καθημερινά αντιμετωπίζουν. Υπαγορεύεται, επίσης, από την τάση τους να γίνουν αιχμηροί, κάποτε μάλιστα θυμωμένα επιθετικοί απέναντι στο κοινωνικό παρόν από το οποίο αισθάνονται πολιορκη-μένοι. Μόνο που αρκετά συχνά η ικανότητά τους για έναν νηφάλιο στοχασμό υγραίνεται και αμβλύνε-ται από το συναίσθημα και τη συγκίνηση που τους δονεί και τους διακατέχει, με συνέπεια ο ρεαλισμός τους να λυρικοποιείται, να αποκτά ένα υπόστρωμα μουσικό και να γίνεται υποδόριος: «Όταν έπεσε το βαρύ μαχαίρι/και μου άνοιξε τη βαθιά πληγή που έχω στο στήθος/δε μπορούσα, βέβαια, να καταλάβω τη σημασία του:/έπρεπε ο χρόνος να διαγράψει την τροχιά του./Έκτοτε έπαθα και έμαθα πολλά – κυρί-ως/αυτό: πως πρέπει πλέον να συνηθίσω,/να αγαπήσω την πληγή/να αγαπήσω το βαρύ μαχαίρι» (Ανέστης Ευαγγέλου, 1966).

Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ (1)

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ

Εισαγωγή: Θα μπορούσε να χωρίσει κανείς πολύ χοντρικά την ιστορία της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας σε τρία στάδια:
I. σε μια αποκλειστική ενασχόληση με το συγγραφέα (Ρομαντισμός και 19ος αιώνας),
II. σε ένα αποκλειστικό ενδιαφέρον για το κείμενο (Φορμαλισμός, Νέα Κριτική, Δομισμός) και
III. σε μια καταφανή μετατόπιση της προσοχής στον αναγνώστη κατά τα τελευταία χρόνια.

Ο αναγνώστης ήταν πάντα ο λιγότερο προνομιούχος αυτής της τριάδας – περιέργως, εφόσον χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχαν λογοτεχνικά κείμενα. Τα λογοτεχνικά κείμενα δεν υπάρχουν στα ράφια των βιβλιοθηκών, είναι διαδικασίες νοηματοδότησης που υλοποιούνται μόνο με την πράξη της ανάγνωσης. Για να υπάρξει η λογοτεχνία, ο αναγνώστης είναι σχεδόν τόσο απαραίτητος όσο και ο συγγραφέας.

Πηγές: Και οι δύο λογοτεχνικές θεωρίες μετατοπίζουν το ενδιαφέρον τους από το κείμενο στον αναγνώστη. πώς δηλ. αναδημιουργείται το λογοτεχνικό έργο με βάση τον ορίζοντα των προσδοκιών, προκαταλήψεων και πεποιθήσεων του αναγνώστη. Η θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης αναπτύχθηκε κυρίως στην Αμερική, ως αντίδραση στο φορμαλισμό της Νέας Κριτικής, ενώ η θεωρία της πρόσληψης στη Γερμανία. Η αφετηρία των θεωριών αυτών βρίσκεται στις αρχές της φαινομενολογίας και της ερμηνευτικής.
Η φαινομενολογική κριτική είναι μια προσπάθεια εφαρμογής της φαινομενολογικής μεθόδου στα λογοτεχνικά έργα. Όπως ο Husserl «θέτει εντός παρενθέσεως» το πραγματικό αντικείμενο, έτσι και αυτή αγνοεί το πραγματικό ιστορικό πλαίσιο του έργου, το συγγραφέα του, τις συνθήκες παραγωγής και ανάγνωσής του. Αντίθετα, αποσκοπεί σε μια εντελώς «εγγενή» ανάγνωση του κειμένου, ολότελα ανεπηρέαστη από ό,τι βρίσκεται έξω από αυτό. Το κείμενο ανάγεται σε καθαρή έκφραση της συνείδησης του συγγραφέα.
Τις αρχές της φαινομενολογίας στη λογοτεχνική κριτική εφάρμοσε ο πολωνός φιλόλογος Roman Ingarden στο έργο του «Το Λογοτεχνικό Έργο Τέχνης»: ένα λογοτεχνικό κείμενο αποτελείται από πολλά επίπεδα που όλα μαζί συνιστούν μια «σχηματοποιημένη» δομή, η οποία πρέπει να συμπληρωθεί από τον αναγνώστη, τον μόνο που μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει το κείμενο. Βέβαια αυτή η συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αυθαίρετη και υποκειμενική, καθώς το ίδιο το έργο ελέγχει τη διαδικασία συγκεκριμενοποίησής του μέσω των επιπέδων του. Για τον Ingarden το κείμενο είναι ήδη εφοδιασμένο με τα απροσδιόριστα σημεία του και ο αναγνώστης πρέπει να το πραγματώσει «σωστά». Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο αναγνώστης δεν έχει χειραφετηθεί πλήρως από το κείμενο, ο ρόλος του όμως στην ερμηνευτική διαδικασία είναι καθοριστικός.
Εκπρόσωποι της σύγχρονης ερμηνευτικής είναι ο σύγχρονος γερμανός φιλόσοφος Hans-Georg Gadamer και ο Hirsch. Ο πρώτος – διάδοχος του Heidegger – με το έργο του «Αλήθεια και Μέθοδος», διατύπωσε τη θεωρία της «συγχώνευσης των οριζόντων»: Το νόημα ενός λογοτεχνικού έργου δεν εξαντλείται ποτέ στις προθέσεις του συγγραφέα. Καθώς το έργο περνά από το ένα πολιτισμικό ή κοινωνικό πλαίσιο στο άλλο, μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτό καινούρια νοήματα τα οποία ίσως δεν είχαν προβλέψει ποτέ ο συγγραφέας ή το σύγχρονό του αναγνωστικό κοινό. Έτσι η κατανόηση του επιτυγχάνεται με τη «συγχώνευση των οριζόντων», δηλ. ο δικός μας ιστορικός ορίζοντας συγχωνεύεται με τον ιστορικό ορίζοντα του έργου. Επομένως, η ερμηνεία έργου είναι διάλογος του παρελθόντος και του παρόντος, ενώ η κατανόησή του εξαρτάται από τι είδους ερωτήματα θέτουμε εμείς σ΄ αυτό. Κάθε κατανόηση είναι παραγωγική, είναι πάντα η κατανόηση κάτι διαφορετικού, η συνειδητοποίηση νέων δυνατοτήτων του κειμένου, ένα είδος μετατροπής του. Μπορούμε να κατανοήσουμε το παρόν μόνο μέσω του παρελθόντος. Κατανοούμε κάτι μόνο όταν ο δικός μας ορίζοντας ιστορικών νοημάτων και υποθέσεων «συγχωνεύεται» με τον ορίζοντα μέσα στον οποίο είναι τοποθετημένο το ίδιο έργο. Τέλος, κατά τον Gadamer, η προσοχή μας πρέπει να εστιάζεται σε έργα του παρελθόντος, γιατί αυτό που ενοποιεί τη λογοτεχνία είναι η παράδοση. Μαζί με αυτή την έμφαση στην παραδοσιαρχία, συμβαδίζει και η υπόθεση ότι τα λογοτεχνικά έργα συνιστούν «οργανικό» ενιαίο σύνολο. Η ερμηνευτική μέθοδος επιδιώκει να εντάξει αρμονικά όλα τα στοιχεία ενός κειμένου σε ΄να ολοκληρωμένο σύνολο, σε μια διαδικασία που είναι κοινά γνωστή ως «ερμηνευτικός κύκλος».
Ο Hirsch διακρίνει το νόημα από τη σημασία. Το νόημα είναι αμετάβλητο, ενώ η σημασία καθορίζεται από το τι σημαίνει το έργο κάθε εποχή που διαβάζεται. Η ανάγνωση ενός έργου αφορά τον αναγνώστη και όχι τις λέξεις. Η ανασύνθεση της πρόθεσης του συγγραφέα μπορεί να γίνει μόνο σε σχέση με το ιστορικό πλαίσιο της εποχής όχι μόνο του συγγραφέα, αλλά και του αναγνώστη.

Η αισθητική της πρόσληψης: βασικός εκπρόσωπος είναι ο Hans Robert Jauss (επηρεασμένος άμεσα από τον Gadamer), ο οποίος με το πολυσυζητημένο του βιβλίο «Ιστορία της λογοτεχνίας ως πρόκληση της γραμματολογίας» (1967), άνοιξε ένα νέο δρόμο για την ιστορία της λογοτεχνίας. Η θεωρία της πρόσληψης εξετάζει το ρόλο του αναγνώστη στη λογοτεχνία και ως τέτοια είναι μια σχετικά νέα εξέλιξη. Ακολουθώντας τη μέθοδο του Gadamer επιχειρεί να τοποθετήσει το λογοτεχνικό έργο στον ιστορικό του «ορίζοντα» στο πλαίσιο των πολιτισμικών νοημάτων μέσα στο οποίο παρήχθη και κατόπιν διερευνά τις ρευστές σχέσεις ανάμεσα στο πλαίσιο αυτό και στους μεταβαλλόμενους «ορίζοντες» των ιστορικών του αναγνωστών.
Αντιμετωπίζει αρνητικά κάθε είδους φορμαλιστική προσέγγιση, γιατί παραγνωρίζει την ιστορική διάσταση του λογοτεχνικού έργου. Χρησιμοποιεί την άποψη του Gadamer για τη «συγχώνευση των οριζόντων», προκειμένου να διατυπώσει τη θεωρία του για τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη σύλληψη του λογοτεχνικού έργου και το πώς αυτό γίνεται αντιληπτό σε διαφορετικές χρονικές περιόδους έως τις μέρες μας. Στο επίκεντρο της ιστορίας της λογοτεχνίας πρέπει να βρίσκεται ο «ορίζοντας προσδοκίας» του αναγνωστικού κοινού ενός λογοτεχνικού έργου, δηλ. το σύνολο της λογοτεχνικής-πολιτισμικής περιουσίας του αναγνώστη, που αυτός προσδοκά (και βλέπει) να πραγματοποιείται στο λογοτεχνικό έργο.
Έτσι, εισάγει μια νέα μορφή λογοτεχνικής ιστορίας, στην οποία ο ρόλος του κριτικού είναι ρόλος μεσάζοντος που προσπαθεί να κάνει κατανοητό πώς ένα έργο γινόταν αντιληπτό στο παρελθόν και πώς γίνεται στο παρόν. Τέλος, πιστεύει πως μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες της λογοτεχνικής κριτικής είναι ότι μπορεί να ξεπερνά τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.
Σκοπός του Jauss είναι η δημιουργία ενός νέου είδους λογοτεχνικής ιστορίας που θα έχει ως επίκεντρο όχι τους συγγραφείς, τις επιδράσεις και τις λογοτεχνικές τάσεις, αλλά τη λογοτεχνία, όπως ορίζεται και ερμηνεύεται κατά τις διάφορες περιόδους της ιστορικής «πρόσληψης». Δεν πρόκειται εδώ για το γεγονός ότι τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα παραμένουν σταθερά, ενώ μεταβάλλονται οι ερμηνείες τους: τα ίδια τα κείμενα και οι λογοτεχνικές παραδόσεις μεταβάλλονται ενεργά σε συνάρτηση με τους ποικίλους ιστορικούς «ορίζοντες» μέσα στους οποίους προσλαμβάνονται.
Όπως είπαμε, η έννοια του ορίζοντα προσδοκιών παίζει κεντρικό ρόλο στη θεωρία του Jauss. Η ανακατασκευή αυτού του ορίζοντα είναι ένας από τους βασικούς στόχους της θεωρίας της πρόσληψης και χρησιμεύει ως πλαίσιο αναφοράς – χωρίς το οποίο οι εμπειρίες, οι παρατηρήσεις κλ.π. δε θα είχαν κανένα νόημα - για την κατασκευή ενός ολόκληρου λογοτεχνικού συστήματος, δηλ. μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση των έργων τέχνης που παρεκκλίνουν από τον κανόνα και καινοτομούν. Αυτό το πλαίσιο αναφοράς αποκαλύπτεται στην «προκατάληψη του είδους, στις μορφές και στα θέματα παλαιότερων γνωστών έργων, καθώς και στην αντίθεση μεταξύ ποιητικής και πρακτικής γλώσσας. Ο Jauss δανείζεται την έννοια αυτή από τους Karl Popper και Karl Mannheim, πράγμα που εξηγεί και τη συγκεκριμένη σημασία που έχει ο όρος αυτός σε ολόκληρο το έργο του. Για την ακρίβεια αναφερόμαστε στην καταστροφή του ορίζοντα προσδοκιών, διαδικασία που ο Jauss προβάλλει ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της λογοτεχνίας.
Εκτός από τους Popper και Karl Mannheim, επιρροή στη σκέψη του Jauss έχουν ασκήσει και οι Ρώσοι φορμαλιστές, ιδιαίτερα οι έννοιές τους που υπήρξαν φορείς μιας νέας αντίληψης και μιας διαφορετικής ποιότητας, καθώς και η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, άλλωστε, εξηγεί και την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει ο Γερμανός μελετητής στην παρέκκλιση από τον ορίζοντα προσδοκιών.

Κριτική της θεωρίας του Jauss κατά τον Γ. Βελουδή: Η προσληπτική θεωρία του Jauss μεταφέρει το «καταναλωτικό μοντέλο» από την οικονομία στη λογοτεχνία, μεταβάλλοντάς την σε ένα αισθητικό supermarket – το ιδεατό βασίλειο του αναγνωστικού-καταναλωτικού κοινού της. Αλλά, όπως το υλικό προϊόν, έτσι και το κείμενο, πριν να προσληφθεί (καταναλωθεί), πρέπει να παραχθεί. Η παραγωγή του παραμένει το πρωταρχικό. Είναι αλήθεια ότι η ιστορία της λογοτεχνίας πρέπει να λάβει υπόψη της και την εκάστοτε, τη σύγχρονη ή τη μεταγενέστερη «πρόσληψή» της, αυτή όμως πρέπει να εννοηθεί στην εκάστοτε πολύπλοκη ιστορική της συνάφεια, στην οποία η «προσδοκία» του κοινού της δεν αποτελεί παρά μόνο μία «στιγμή» της λειτουργίας – όχι της γένεσης της λογοτεχνίας.

H θεωρία της αναγνωστικής ανταπόκρισης: βασικοί εκπρόσωποι είναι ο David Bleich και ο Stanley Fish.
 Διάλυση του κειμένου: δεν υπάρχει αντικειμενικά σωστή κριτική και ο αναγνώστης δεν περιορίζεται από το κείμενο.
 Ο πραγματικός συγγραφέας είναι ο αναγνώστης.
 Η ανάγνωση δεν έχει σχέση με την ανακάλυψη του νοήματος του κειμένου, αλλά είναι μια διαδικασία βίωσης του λογοτεχνικού έργου, η οποία εξαρτάται από το πώς επιδρούμε εμείς σ΄ αυτό και τούτο είναι ζήτημα ερμηνείας: αντικείμενο της προσοχής των κριτικών είναι η δομή της εμπειρίας του αναγνώστη και όχι κάποια «αντικειμενική» δομή που υπάρχει στο ίδιο το έργο.
 Για να αποφύγει τη διάλυση του κειμένου σε χίλιες αναγνώσεις οι οποίες ανταγωνίζονται η μια την άλλη, ο Fish προσφεύγει σε ορισμένες «ερμηνευτικές στρατηγικές» τις οποίες μοιράζονται οι αναγνώστες και οι οποίες θα ρυθμίσουν τις προσωπικές τους απαιτήσεις. Όμως δεν είναι όλες οι απαντήσεις των αναγνωστών κατάλληλες. Οι αναγνώστες που μας ενδιαφέρουν είναι οι επαρκείς, «πληροφορημένοι ή εξοικειωμένοι» αναγνώστες οι οποίοι έχουν γαλουχηθεί στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και οι απαντήσεις τους συνεπώς δεν είναι πιθανό να αποκλίνουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε να ματαιώσουν κάθε λογικό διάλογο.
 Ο Fish επιμένει πως δεν υπάρχει τίποτε «μέσα» στο ίδιο το έργο – ότι η όλη ιδέα πως το νόημα κατά κάποιο τρόπο «ενυπάρχει» στη γλώσσα του κειμένου περιμένοντας να ελευθερωθεί από την ερμηνεία τού αναγνώστη – είναι μια αντικειμενιστική πλάνη, με θύμα της τον Wolfang Iser.
 Τα τρία στάδια της αναγνωστικής διαδικασίας:
I. Η αρχική εμπειρία της ανάγνωσης.
II. Η συγκρότηση σε λογική βάση της αρχικής εμπειρίας.
III. Οι αναγνώστες συζητούν μεταξύ τους για τις προσωπικές αντιδράσεις τους από το κείμενο.

Ο Wolfαng Iser: αποτελεί το συνδετικό κρίκο μεταξύ των δύο θεωριών. Ο Iser, που έχει δεχτεί επιδράσεις από τον Roman Ingarden, ανήκει στην αποκαλούμενη σχολή της αισθητικής πρόσληψης της Κωνσταντίας. Στο έργο του «Η Πράξη της Ανάγνωσης» (1978) θεωρεί ότι ο ρόλος του αναγνώστη στην ερμηνεία του κειμένου είναι καθοριστικής σημασίας, αλλά συγχρόνως υποστηρίζει ότι το κείμενο έχει μια αντικειμενική δομή, ακόμη κι αν αυτή πρέπει να συμπληρωθεί από τον αναγνώστη. Επίσης, μιλά για τις «στρατηγικές» τις οποίες χρησιμοποιούν τα κείμενα και για το ρεπερτόριο των οικείων θεμάτων και νύξεων τις οποίες περιέχουν. Για να διαβάσουμε, απαιτείται να είμαστε εξοικειωμένοι με τις λογοτεχνικές τεχνικές και τις συμβάσεις τις οποίες χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο έργο, πρέπει, με άλλα λόγια, να έχουμε μια κάποια γνώση των «κωδίκων» του, δηλ. των κανόνων που καθορίζουν συστηματικά τον τρόπο με τον οποίο παράγει τα νοήματά του.
Το πιο αποτελεσματικό λογοτεχνικό έργο, για τον Iser, είναι αυτό που εξαναγκάζει τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει εκ νέου και με κριτικό τρόπο τους συνηθισμένους κώδικες και τις προσδοκίες του. Το έργο ανακρίνει και μετασχηματίζει τις λανθάνουσες πεποιθήσεις που μεταφέρουμε σ΄ αυτό, «αποσταθεροποιεί» τους τετριμμένους μας τρόπους αντίληψης και μ΄ αυτό τον τρόπο μας αναγκάζει να αναγνωρίσουμε για πρώτη φορά ότι είναι τετριμμένοι. Αντί να ενισχύει τις δεδομένες αντιλήψεις μας, το αξιόλογο λογοτεχνικό έργο παραβιάζει ή καταπατά αυτούς τους συνηθισμένους τρόπους θέασης και έτσι μας διδάσκει νέους κώδικες κατανόησης. Εδώ υπάρχει κάποια αναλογία με το Ρωσικό φορμαλισμό: στην πράξη της ανάγνωσης, οι συμβατικές μας υποθέσεις «ανοικειώνονται», σε σημείο που μπορούμε να τις κρίνουμε και έτσι να τις αναθεωρήσουμε. Αν με τις στρατηγικές της ανάγνωσης μεταβάλλουμε το κείμενο, συγχρόνως και το κείμενο μεταβάλλει εμάς. Η όλη ουσία της ανάγνωσης είναι ότι μας οδηγεί σε βαθύτερη αυτοσυνειδησία, ενεργεί ως καταλύτης για το σχηματισμό μιας περισσότερο κριτικής άποψης για την ταυτότητά μας. Είναι σα να διαβάζουμε τον ίδιο τον εαυτό μας, καθώς διαβάζουμε ένα βιβλίο.
Η ανάγνωση δεν είναι μια ευθύγραμμη κίνηση, δεν είναι απλώς μια συσσωρευτική διαδικασία, καθώς οι αρχικές μας εικασίες δημιουργούν ένα πλαίσιο αναφοράς εντός του οποίου θα ερμηνεύσουμε όσα ακολουθούν, αλλά όσα ακολουθούν είναι πολύ πιθανό να μετασχηματίσουν αναδρομικά τις αρχικές μας αντιλήψεις, τονίζοντας μερικά σημεία τους και υποβαθμίζοντας άλλα. Καθώς συνεχίζουμε την ανάγνωση, απορρίπτουμε υποθέσεις, αναθεωρούμε απόψεις, εξάγουμε όλο και πιο σύνθετες προβλέψεις. Κάθε πρόταση ανοίγει έναν ορίζοντα ο οποίος επιβεβαιώνεται, αμφισβητείται ή υπονομεύεται από την επόμενη πρόταση. Διαβάζουμε προς τα μπρος και προς τα πίσω συγχρόνως, προβλέποντας και ενθυμούμενοι, αντιλαμβανόμενοι ίσως άλλες πιθανές πραγματώσεις του κειμένου τις οποίες έχει αρνηθεί η ανάγνωσή μας. Επιπλέον, όλη αυτή η πολύπλοκη διαδικασία συντελείται σε πολλά επίπεδα συγχρόνως, διότι το κείμενο έχει «φόντο» και «προσκήνιο», διαφορετικές αφηγηματικές οπτικές γωνίες, εναλλακτικά στρώματα νοήματος ανάμεσα στα οποία κινούμαστε διαρκώς.
Η αισθητική αντίδραση δημιουργείται από την αλληλεπίδραση κειμένου και αναγνώστη, ο οποίος συμπληρώνει τα κάθε είδους κενά που υπάρχουν σε ένα κείμενο (π.χ. χαρακτηριστικά προσώπων, συμπεράσματα κ.ά.). Η παρουσία αυτών των κενών στο κείμενο προϋποθέτει την ενεργοποίηση του αναγνώστη κατά την αναγνωστική διαδικασία. Η αναγνωστική του θεωρία δεν εστιάζει τόσο την προσοχή στα αποτελέσματα της ανάγνωσης, όσο στον τρόπο με τον οποίο τα αποτελέσματα αυτά διαμορφώνονται από τη δομή του ίδιου του κειμένου. Το μοντέλο ανάγνωσης του Iser είναι κατά βάση λειτουργικό: τα μέρη πρέπει να προσαρμόζονται στο σύνολο κατά τρόπο που να τους προσδίδει συνοχή.
Η Ηannelore Link αποτόλμησε μια πρώτη πειστική, αμερόληπτη και εποικοδομητική κριτική αποτίμηση των απόψεων του Iser: Από μεθοδολογικής πλευράς, το κρίσιμο σημείο βρίσκεται στην προσπάθεια του Iser να χρησιμοποιήσει το κριτήριο της ακαθοριστίας με όρους της αισθητικής της πρόσληψης: όσο πιο πολλά σημεία ακαθοριστίας υπάρχουν σε ένα κείμενο, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμμετοχή του αναγνώστη στην πραγμάτωση του νοήματος. Η έννοια της ακαθοριστίας είναι παρούσα και στον τρόπο με τον οποίο ο Iser εξηγεί το δυσνόητο χαρακτήρα πολλών σύγχρονων λογοτεχνικών κειμένων. Από την πλευρά, η Link θεωρεί το χαρακτηριστικό αυτό των σύγχρονων κειμένων ως την υλοποίηση μιας προσπάθειας να γίνει πιο δύσκολη η επικοινωνία. Με τους όρους του επικοινωνιακού μοντέλου η προσπάθεια αυτή αποτελεί μια στρατηγική του πομπού/συγγραφέα: «Ο Iser αποδέχεται ως σημαίνον μόνον ό,τι είναι σαφώς διατυπωμένο. Συνεπώς, θεωρεί την ακαθοριστία (αυτό που δεν είναι σαφές σε ένα κείμενο) ως το σημαινόμενο, που απορρέει από τη μορφολογική φύση του κειμένου. Στη δική μας επιχειρηματολογία όμως η ακαθοριστία είναι μια συνειδητή στρατηγική του συγγραφέα και, επομένως, συνιστά και αυτή ένα σημαίνον, που το σημαινόμενό του πρέπει να καθοριστεί μέσα από τη διαδικασία της ερμηνείας. Για την ακαθοριστία, που ο Iser θεωρεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των λογοτεχνικών κειμένων, η Link επιλέγει τον όρο «φαινομενική ακαθοριστία». Τη θεωρεί ως ένα «γενικό χαρακτηριστικό της επικοινωνιακής θεωρίας», το οποίο φυσικά ισχύει και για τη λογοτεχνική επικοινωνία. Πίσω από αυτή την πρόταση βρίσκεται η ιδέα ότι αυτό το είδος ακαθοριστίας είναι στην ουσία ικανό να μεταμορφώνεται σε σαφήνεια με την ανακατασκευή του κώδικα του πομπού.

Οι απόψεις του Roland Barthes: Ο Barthes στο «Η Απόλαυση του Κειμένου» (1973), σε αντίθεση με τον Iser που συγκεντρώνει κυρίως την προσοχή του στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα, μελετά το μοντερνιστικό κείμενο που διαλύει κάθε ξεχωριστό νόημα σε ένα ελεύθερο παιχνίδι λέξεων επιδιώκοντας να αποδιοργανώσει τα καταπιεστικά συστήματα σκέψης με μια ακατάπαυστη μετατόπιση και ολίσθηση της γλώσσας. Ένα τέτοιο κείμενο απαιτεί όχι τόσο μια «Ερμηνευτική» όσο μια «Ερωτική»: εφόσον δεν υπάρχει κανένας τρόπος να το περιορίσουμε σε ένα συγκεκριμένο νόημα, ο αναγνώστης απλώς απολαμβάνει το ερεθιστικό γλίστρημα των σημείων, τις προκλητικές αναλαμπές νοημάτων τα οποία έρχονται στην επιφάνεια μόνο και μόνο για να καταδυθούν ξανά. Αιχμάλωτος αυτού του γεμάτου ζωντάνια χορού της γλώσσας, απολαμβάνοντας την υφή των ίδιων των λέξεων, ο αναγνώστης δε γνωρίζει τόσο τη σκόπιμη απόλαυση της δημιουργίας ενός συνεκτικού συστήματος, όσο τη μαζοχιστική ηδονή τού να αισθάνεται τον εαυτό του να κατακερματίζεται και να διασκορπίζεται στους περίπλοκους ιστούς του ίδιου του κειμένου.

Οι απόψεις του Sartre: Μια πιο λεπτομερής ιστορική σπουδή της πρόσληψης της λογοτεχνίας είναι το «Τι είναι λογοτεχνία» (1948) του Jean Paul Sartre. Το βιβλίο αυτό καθιστά σαφές ότι η πρόσληψη ενός έργου δεν είναι ποτέ ένα απλώς «εξωτερικό» γεγονός προς το βιβλίο, τυχαίο θέμα βιβλιοκριτικών και πωλήσεων. Είναι μια καταστατική διάσταση του ίδιου του έργου. Κάθε λογοτεχνικό κείμενο οικοδομείται με βάση τη διαίσθηση του πιθανού αναγνωστικού του κοινού, εμπεριέχει μια εικόνα αυτού για τον οποίο είναι γραμμένο. Κάθε έργο κωδικοποιεί εντός του αυτό που ο Iser αποκαλεί «λανθάνοντα αναγνώστη», υπαινίσσεται σε κάθε χειρονομία του το είδος του «δέκτη» που προσδοκά. Η «κατανάλωση» στη λογοτεχνική όπως και σε κάθε άλλη μορφή παραγωγής αποτελεί μέρος της διαδικασίας παραγωγής. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ότι ο συγγραφέας «χρειάζεται ένα κοινό». η γλώσσα που χρησιμοποιεί συνεπάγεται ένα συγκεκριμένο φάσμα πιθανών αναγνωστών και αποκλείει κάποιο άλλο και αυτό δεν ένα θέμα στο οποίο έχει μεγάλη επιλογή. Ένας συγγραφέας είναι πιθανό να μην έχει κατά νου κάποιο συγκεκριμένο είδος αναγνώστη, ακόμα είναι πιθανό να είναι εντελώς αδιάφορος για το ποιος διαβάζει το έργο του, όμως ένα ορισμένο είδος αναγνώστη περιέχεται ήδη στην πράξη της γραφής καθαυτής ως εσωτερική δομή του κειμένου.

Αντί επιλόγου: Οι θεωρίες αυτές δεν άσκησαν την επιρροή που θα περίμενε κανείς στο χώρο της λογοτεχνικής επιστήμης. Η επίδρασή τους όμως στο χώρο της παιδαγωγικής και της διδακτικής υπήρξε μεγάλη. Τόσο στη Γερμανία όσο και στις Αγγλοσαξονικές χώρες, οι καθηγητές της λογοτεχνίας υιοθέτησαν τις απόψεις αυτές αναθεωρώντας τις παραδοσιακές δασκαλοκεντρικές διδακτικές πρακτικές και διαμορφώνοντας μια διδακτική προσέγγιση του λογοτεχνικού κειμένου περισσότερο μαθητοκεντρική.